Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 12 Φεβρουαρίου 2012.

Του Ασώτου : Λουκάς ιε΄11-32.


Κείμενο:

Είπε δε· άνθρωπος τις είχε δύο υιούς, και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας, και διείλεν αυτοίς τον βίον. και μετ΄ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως. δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι! αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου. και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. είπε δε αυτώ ο υιός· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας, και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη, και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ην δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν, ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν. ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί· ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ· ότε δε ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. ο δε είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ΄ εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη.


Μετάφραση:

Τους είπε επίσης ο Ιησούς: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. Ο μικρότερος απ΄ αυτούς είπε στον πατέρα του: «πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί»· κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιός τα μάζεψε όλα και έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και άρχισε κι αυτός να στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε. Τελικά συνήλθε και είπε: «πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ΄ εσένα· δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου.» Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε. Τότε ο γιος του, του είπε: «πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ΄ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου». Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: «βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε». Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται. Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: «γύρισε ο αδελφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός». Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε, εκείνος όμως του αποκρίθηκε: «εγώ τόσα χρόνια σού δουλεύω, και ποτέ δεν παράκουσα καμιά εντολή σου· κι όμως σ΄ εμένα δεν έδωσε ποτέ ένα κατσίκι για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι». Κι ο πατέρας του, του απάντησε: «παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου. Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε».


Σχόλια:

ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ.«Και συναγαγών άπαντα ο νεώτεροςυιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν....»ΑΝΕΚΑΘΕΝ ΤΟ άγνωστο ελκύει τον άνθρωπο. εξάπτει την φαντασία του. Φλογίζει την περιέργεια του. Αιχμαλωτίζει την καρδιά του. Γι’ αυτό και συχνά αποδημεί και σε μακρινά μέρη. Ξενιτεύεται σ’ άγνωστες χώρες αναζητώντας εκεί τη χαρά και την ευτυχία. Στην εποχή μας μάλιστα, αυτή η τάση φυγής βασανίζει ένα πλήθος ανθρώπων. Νοσταλγός της ευτυχίας, αχόρταγος κυνηγός της χαράς, ο σημερινός άνθρωπος αποδημεί συνεχώς σε μέρη άγνωστα, κυνηγώντας στην ονειρεμένη μακρινή χώρα το άπιαστο πουλί της ευτυχίας.Σε μια τέτοια αποδημία αναφέρεται ο Κύριος στη σημερινή παραβολή. Την παραβολή του Ασώτου. Είναι μια ζωντανή ιστορία ενός αποδημητού. Η περιπέτεια ενός νέου ανθρώπου που εγκαταλείπει το πατρικό σπίτι και φεύγει. Αναχωρεί για τη μακρινή χώρα. Πιστεύοντας πως έτσι θ’ αποκτούσε την πλήρη ελευθερία του. Αναζητώντας το μεθυστικό κρασί της ευτυχίας. Κι εκεί διασκορπίζεται το μερίδιο της πατρικής περιουσίας που έλαβε, «ζων ασώτως». Και φτάνει στον έσχατο ξεπεσμό.Κάποτε όμως συνέρχεται, συγκλονίζεται και μετανοεί. Και αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι. Έτσι από τον ξεπεσμό θα φτάσει στην αποκατάσταση. Από την αθλιότητα της μακρινής χώρας στην ειρήνη και την χαρά του πατρικού οίκου. Από τον πόνο και την μοναξιά, που τον πότισε η αλόγιστη περιπέτεια του, στην αγάπη του πατέρα που όλα αυτά τα χρόνια της αποδημίας τον περίμενε με αγωνία, και τώρα που επιστρέφει τον δέχεται πρόθυμα στην αγκαλιά του.Η χώρα της αποδημίας.Ο ΔΡΟΜΟΣ που ακολούθησε ο νεώτερος υιός δεν είναι άγνωστος και στην εποχή μας. Η απομάκρυνση και η περιπέτεια σε κάποια άγνωστη μακρινή χώρα εξακολουθεί να είναι και σήμερα ο μεγάλος πειρασμός του ανθρώπου. Στο όνομα τάχα της ελευθερίας ή της αναζητήσεως της ευτυχίας, πολλοί από τους σημερινούς ανθρώπους αρνούνται το Θεό. Εγκαταλείπουν την παράταξη του Ιησού. Απομακρύνονται από τον Πατρικό Οίκο, την Εκκλησία, και ξενητεύονται «εις χώραν μακράν». Ποιά είναι άραγε η μακρινή αυτή χώρα για την εποχή μας;* Πρώτον, η αμφισβήτηση. Πολλοί αμφισβητούμε σήμερα τα πάντα. Αμφιβάλλουμε για όλα. Πολεμούμε θεσμούς. Αρνούμαστε κάθε είδους αυθεντία. Στο κέντρο της αμφισβήτησης βρίσκεται η πίστη. Ο θεσμός της Εκκλησίας. Το έργο και η αποστολή της. Οι λειτουργοί και τα πρόσωπα που την υπηρετούν. Ξεκινώντας από ιστορικά λάθη και προσωπικές αδυναμίες φτάνουμε στο σημείο να αμφιβάλλουμε για το νόημα της αποστολής και την αξία του μηνύματος της. Έτσι απομακρυνόμαστε από τον ιερό περίβολο της. Αποδημούμε στη μακρινή εκείνη χώρα, όπου βλέπουμε τα πάντα κάτω από ένα απαίσιο παραμορφωτικό πρίσμα, ανάποδα και διαστρεβλωμένα.* Δεύτερον, η άρνηση. Άλλοι προχωρούμε πιο πέρα. Από την αμφισβήτηση στην άρνηση. Στη χώρα της απιστίας. Εδώ αποδημώντας ο άνθρωπος σκοτώνει την πίστη. Διαγράφει από τον ορίζοντα της υπάρξεως του τον Θεό. Ξεριζώνει από την καρδιά του κάθε μεταφυσική δίψα. Υψώνει βλάσφημα το ανάστημα του και ξερνά τους αφρούς της αρνήσεως: «Θεέ, τραβήξου από μπροστά μας, /σκιάχτρο του νου και της ψυχής./ Για σε τα χείλη τα δικά μας/ δεν έχουν λόγια προσευχής».* Τρίτον, η χώρα της ποικιλώνυμης αμαρτίας, η περιοχή της παντοειδούς ασωτίας. Οι δυο πρώτες μαρτυρούν μια θεωρητική στάση. Η τρίτη φανερώνει μια πρακτική τοποθέτηση. Είναι η αποστασία των έργων και της ζωής.Ο φοβερός ξεπεσμός.Ο ΚΥΡΙΟΣ με ελάχιστες λέξεις μας περιέγραψε την κατάσταση αυτή της αποστασίας στο πρόσωπο του νεώτερου γιου της σημερινής παραβολής: «Και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν ( = περιουσία) αυτού ζων ασώτως». Ακολουθώντας το ολισθηρό μονοπάτι μιας άσωτης ζωής, εξανέμισε ό,τι είχε και δεν είχε: περιουσία, υγεία, οικογενειακή τιμή, αγνότητα ψυχής και σώματος, την πίστη και την αγάπη του προς τον Θεό.Αυτό, δυστυχώς, συμβαίνει όταν ο άνθρωπος αποδημεί στη χώρα της αποστασίας, όταν εμπλέκεται στα δίχτυα της ποικιλώνυμης ασωτίας. Χάνει τα πάντα. Μένει γυμνός. Ερημώνεται από τη χάρη του Θεού. Ηθικά πεθαίνει. Μας το ομολογεί με πόνο ο άσωτος υιός: «λιμώ απόλλυμαι». Πεθαίνω της πείνας! Το επιβεβαιώνει η θεοκίνητη γραφίδα του αποστόλου Παύλου: «Ο μισθός που πληρώνει η αμαρτία είναι ο θάνατος» (Ρωμ. 6,23).Προσκλητήριο επιστροφής.ΑΛΛΑ ας μη μείνουμε στη φάση της αποστασίας. Στην τραγική περιπλάνηση στον κόσμο της φθοράς και της αμαρτίας. Ο σκοπός για τον οποίο αφηγήθηκε ο Χριστός μας την παραβολή είναι για να μας δείξει στο πρόσωπο του πατέρα, που περιμένει με λαχτάρα και υποδέχεται με χαρά το μετανοημένο παιδί του, το ανεξάντλητο πέλαγος της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού. Και στο πρόσωπο του Ασώτου που επιστρέφει στο πατρικό σπίτι, στην αγκαλιά του πατέρα, τη δύναμη και την αξία της μετανοίας.Για τον ίδιο σκοπό προβάλλει και η Εκκλησία μας την παραβολή. Κάθε χρόνο. Στην αρχή της ιερής αυτής περιόδου του Τριωδίου. Απευθύνεται σε όλους μας, τους σημερινούς αμφισβητίες, τους αρνητές, τους ασώτους. Και ο λόγος της είναι προσκλητήριο μετανοίας και επιστροφής.Είναι μήνυμα αγάπης. Ο Κύριος μας αγαπά. Όλους μας. Σε όποια κατάσταση κι αν βρισκόμαστε. Και μας περιμένει να επιστρέψουμε κοντά Του. Η πόρτα της φιλανθρωπίας και του ελέους Του δεν έχει κλείσει για κανέναν. Στέκεται με ανοιχτή τη θεϊκή αγκαλιά Του και αναμένει να γυρίσουμε κοντά Του. Στον Πατρικό Οίκο που είναι η Εκκλησία μας, η μεγάλη οικογένεια των παιδιών του Θεού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: