Δευτέρα 30 Μαΐου 2011





‎02:00 πμ, ακούστηκε η βαριά σιδερένια πόρτα. Ενας βήχας παράξενος. Βήματα γοργά.Το πρώτο τάλαντο.Ας κοιμηθώ λίγο ακόμα έχω χρόνο σκέφτηκα? 02:15 πμ, το δεύτερο τάλαντο πετάχτηκα απο το στρώμα? 02:22 ήμουν στο Καθολικό! 02:29 ακούστηκε το τρίτο τάλαντο και αμέσως οι καμπάνες.Στο διπλανό στασίδι ένας Μοναχός μου είπε χαμηλά:<< μην έχεις άγχος, εδώ δεν υπάρχει ο χρόνος ούτε η αγωνία >>??? Αμέσως χαμήλωσα το κεφάλι και άφησα τη σκέψη μου να περπατήσει στο μοναδικό δρόμο της ένωσης του φθαρτού με το άφθρατο...!



( Πρεσβύτερος Δημήτριος Λ. Λάμπρου Άγιον Όρος 1996 - η πρώτη φορά ).



Παιδί μου, Στη ζωή σου θα γνωρίσεις και την μόνωση. Θα έχεις την εντύπωση πως κανείς δεν σε καταλαβαίνει. Ίσως να σκέπτεσαι ακόμη ,πως κανείς δε σε αγαπά, και πως και οι πιο δικοί σου, οι γονείς σου και οι δάσκαλοί σου, αδιαφορούν εντελώς για σένα, ή δεν ασχολούνται παρά με το να σε δυσαρεστούν, πως αγνοούν, σ’ όλες τις περιπτώσεις, τον κόσμο των σκέψεων και επιθυμιών, που σκιρτούν μέσα στην καρδιά σου κι αναστατώνουν την ζωή σου.Δεν κάνεις, εξ άλλου , μεγάλα πράγματα για να τους βοηθήσεις να διεισδύσουν στον εσωτερικό σου κόσμο. Πολλοί από τους νέους είναι τρομερά κλειστά άτομα. Συστολή; Ντροπή; Φόβος μήπως δεν τους καταλάβουν; Φόβος μήπως χάσουν την εκτίμηση των άλλων, δείχνοντας τους αγώνες τους και τις ήττες τους, ή μήπως τους δουν να χλευάζουν τους ενθουσιασμούς και τις πιο ευγενικές εξάρσεις τους;Όλα αυτά ενεργούν ανάμικτα για να σ’ απομονώσουν στον μυστικό τους κήπο. Όμως πολύ το θέλουν κιόλας, να λευτερωθούν, αν ανοιχτούν και να εμπιστευτούν . Και τι ανακούφιση, τι χαρά όταν μια μέρα τόλμησαν να μιλήσουν πέρα για πέρα ειλικρινά, ν’ ανοίξουν την καρδιά τους , να πουν όσο πιο καλά μπορούσαν τα πιο κρυμμένα μυστικά τους, είτε οδυνηρά είτε περίλαμπρα…Παιδί μου, μη μένεις μόνος. Ψάξε να βρεις ένα καλό φίλο, ένα σοφό σύμβουλο, έναν έμπειρο καθοδηγητή. Όταν το ζητήσεις με προσοχή και προσευχή αυτό το πρόσωπο, θα το βρεις: Στον έμπιστο φίλο, στον ομαδάρχη, στον καθηγητή, στον αξιωματικό, στον πολύπειρο πνευματικό, άνοιξε την καρδιά σου. Θα πάρεις κουράγιο και βοήθεια. Ανακούφιση και χαρά. Αυτόν δεν θέλεις να τον χάσεις ποτέ.


Από το: «Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ» Ι.Μ. ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι.Μ. Π. ΠΑΝΤΩΝ ΧΑΡΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2010- ΦΥΛΛΟ 96 ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ.

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 29 Μαίου , Κυριακή του τυφλού.
Ευαγγελιστής Ιωάννης θ΄ 1-38.

Κείμενο:
Και παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; απεκρίθη Ιησούς· ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ΄ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ· εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ημέρα εστίν· έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. όταν εν τω κόσμω ω, φως ειμί του κόσμου. ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ· ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος, απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. Οι ουν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον· ουχ ούτος εστίν ο καθήμενος και προσαιτών; άλλοι έλεγον ότι ούτος εστίν· άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν. εκείνος έλεγε ότι εγώ ειμί. έλεγον ουν αυτώ· πως ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; απεκρίθη εκείνος και είπεν· άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπε μοι· ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι· απελθών δε νιψάμενος ανέβλεψα. είπον ουν αυτώ· που εκείνος; λέγει ούκ οίδα Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον πότε τυφλόν. ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησε ο Ιησούς και ανέωξεν αυτού τους οφθαλμούς. πάλιν ουν ηρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πως ανέβλεψεν. ο δε είπεν αυτοίς· πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. έλεγον ουν εκ των Φαρισαίων τινές· ούτος ο άνθρωπος ουκ έστι παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. άλλοι έλεγον· πως δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν· και σχίσμα ην εν αυτοίς· λέγουσι τω τυφλώ πάλιν· συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. ουκ επίστευσαν ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες· ούτος εστίν ο υιός υμών, ον υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; πως ουν άρτι βλέπει; απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον· οίδαμεν ότι ούτος εστίν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη· πως δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν, ή τις ήνοιξεν αυτού τους οφθαλμούς ημείς ουκ οίδαμεν· αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. εφώνησαν ουν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ος ην τυφλός, και είπον αυτώ· δος δόξαν τω Θεώ· ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστίν. απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν· ει αμαρτωλός εστίν ουκ οίδα· εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω, είπον δε αυτώ πάλιν· τι εποίησέ σοι; πως ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; απεκρίθη αυτοίς; είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε· τι πάλιν θέλετε ακούειν; μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; ελοιδόρησαν αυτόν και είπον· συ ει μαθητής εκείνου· ημείς δε του Μωϋσέως εσμέν μαθηταί. ημείς οίδαμεν ότι Μωϋσεί λελάληκεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς· εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ΄ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ήνοιξε τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου, ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. απεκρίθησαν και είπον αυτώ· εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ· συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; απεκρίθη εκείνος και είπε· και τις εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; είπε δε αυτώ ο Ιησούς· και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν. ο δε έφη· πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ.


Μετάφραση:
Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ΄ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ΄ έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ΄ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του ανθρώπου, και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ» - που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Όχι, είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος όμως έλεγε «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πως, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου· πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν: «Που είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω», τους απάντησε. Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν οι Φαρισαίοι να το ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι΄ αυτόν; πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός· πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο· ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πώς ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι΄ αυτό είπαν οι γονείς του, «ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού· εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω· ένα ξέρω: πως, εγώ ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν τότε: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε· γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή· εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι΄ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευσή του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν΄ ανοίξει κανείς τα μάτια γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις το δάσκαλο σ΄ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. «Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε για να πιστέψω σ΄ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.


Σχόλια:


ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ!

«Εποίησε πηλόν…και επέχρισε τον πηλόν
επί τους οφθαλμούς του τυφλού»

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ Ιησούς Χριστός κατά την επίγεια ζωή του δεν ενδιαφέρθηκε μόνο για την ψυχή αλλά και για το σώμα του ανθρώπου. Και το ενδιαφέρον Του αυτό το έδειξε με πολλούς τρόπους, προπάντων όμως με τα θαύματα Του. Τα περισσότερα από τα θαύματα του Κυρίου ως σκοπό είχαν την ανακούφιση του σωματικού πόνου και την αποκατάσταση της υγείας του σώματος.
Γιατί άραγε; Διότι και το σώμα μας – όχι μόνο η αθάνατη ψυχή μας - είναι δημιούργημα του Θεού. Άρα «καλόν λίαν», όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα (Γεν. 1,31). Διότι το σώμα του ανθρώπου είναι ναός και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος (Α’ Κορ. 6, 19 – 3, 16). Επιπλέον το σώμα μας είναι ο αξεχώριστος σύντροφος και ο μόνιμος συναγωνιστής της ψυχής στον αγώνα του αγιασμού και της θεώσεως. Γι’ αυτό, καθώς διδάσκει η Εκκλησία μας, δεν πρόκειται απλώς να αναστηθεί, αλλά αφθαρτισμένο θα συμμετάσχει και θα απολαύσει τη δόξα και την ευφροσύνη της θείας Βασιλείας. Μαζί με την ψυχή, με την οποία έζησε και αγωνίστηκε κατά τη διάρκεια της παρούσας ζωής.
Έχει, λοιπόν, μεγάλη αξία το ανθρώπινο σώμα σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη. Κάθε επιμέρους όργανο, κάθε σωματική λειτουργία συνεργεί στη σωτηρία μας. Έτσι όλα τα όργανα του σώματος μας, η καλή τους κατάσταση και η φυσιολογική τους λειτουργία, αποκτούν μια ιδιαίτερη πνευματική σημασία. Αυτό συμπεραίνουμε και από τη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού έρχεται να εξάρει τη σημασία ενός σωματικού οργάνου, όπως είναι τα μάτια μας, και μιας λεπτότατης και καίριας αισθήσεως, όπως είναι η όραση μας.

Δυο πολυτιμότατα όργανα

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ! Από τα δυο πολυτιμότερα όργανα του σώματος μας. Όχι απλώς διότι είναι «ωτίων πιστότερα», όπως έλεγαν οι αρχαίοι, αλλά διότι αποτελούν, όπως δίδαξε ο Κύριος, τους δυο λύχνους που φωτίζουν το ανθρώπινο σώμα. «Ο λύχνος του σώματος εστιν ο οφθαλμός» (Ματθ. 6,22). Και η όραση είναι η πιο καίρια και η πιο λεπτή από όλες τις αισθήσεις μας, «η βασιλικωτάτη των αισθήσεων» κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.
Ο Μ. Βασίλειος παρομοιάζει τα μάτια με δυο ασώματα χέρια με τα οποία ο άνθρωπος αγγίζει από πολύ μακριά αυτά που θέλει, αυτά που επιθυμεί. «Και ών ταις του σώματος χερσίν», συνεχίζει ο ίδιος διδάσκαλος, «άψασθαι επ’ εξουσίας ουκ έχει, ταύτα ταις των ομμάτων βολαίς περιπτύσσει».
Τα μάτια μας αποτελούν μια τέλεια, μοναδική φωτογραφική μηχανή, που έχει τη δύναμη να εντυπώνει στους χώρους της μνήμης μας πλήθος εικόνων, προσώπων, πραγμάτων ή γεγονότων. Και όλοι γνωρίζουμε εκ πείρας πόσο βαθιά χαράζονται μέσα μας όσα συλλαμβάνουμε με τα μάτια μας. Κι αν ακόμη πολύ προσπαθήσουμε, μας είναι τρομερά δύσκολο ή και αδύνατο να εξαλείψουμε από την μνήμη μας ό,τι αποτύπωσαν τα μάτια μας.

Η πνευματική σημασία της οράσεως

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΟΜΩΣ των ματιών και η αξία της λειτουργίας τους – της αισθήσεως δηλαδή της οράσεως – δεν είναι μόνο φυσική αλλά ηθική και πνευματική. Το πως και το τι βλέπουμε, επηρεάζει ιδιαίτερα την πνευματική μας ζωή. Τα μάτια μας, αν τα αφήσουμε αφύλακτα και ανεξέλεγκτα, εύκολα μεταβάλλονται σε δυο κλέφτες της αμαρτίας. Οι εικόνες που μεταφέρουν μέσα μας γεννούν στην καρδιά μας τις εμπαθείς επιθυμίες και μας εξωθούν αρχικά να αμαρτήσουμε με τη φαντασία, αργότερα δε και έμπρακτα. Μας το επισήμανε με πολλή σαφήνεια ο Κύριος: «Πας ο βλέπων γυναίκα εις το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ. 5, 28).
Ο άνθρωπος εύκολα αιχμαλωτίζεται από τα μάτια του. Και τα όσα εφάμαρτα βλέπει τον αναστατώνουν εσωτερικά και τον παρασύρουν στη δίνη των σαρκικών επιθυμιών. Ας θυμηθούμε το αξίωμα των αρχαίων «εκ του οράν τίκτεται το εράν». Αυτό που βλέπουμε με φιλήδονη περιέργεια εξάπτει την επιθυμία και παγιδεύει την καρδιά μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του προφητάνακτος Δαβίδ. Η θέα από το δώμα των ανακτόρων του της γυμνής Βηρσαβεέ που λουζόταν, τον παρέσυρε σε δυο φρικτά αμαρτήματα, τη μοιχεία και το φόνο (Β’ Βασιλ. 11,2).

«Οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν»

ΤΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΜΑΣ χρειάζεται; Να προσέχουμε τα μάτια μας. Να ελέγχουμε το πως και το τι βλέπουμε. Η όραση μας να είναι ορθή και άμεμπτη. «Οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν...», συνιστά ο σοφός Σολομών. Και προσθέτει λίγο πιο κάτω: «Μη σε νικήση κάλλους επιθυμία, μηδέ αγρευθής σοις οφθαλμοίς» (Παροιμ. 4, 25 – 6,25).
Οφείλουμε να βλέπουμε τους άλλους με απλότητα. Χωρίς πονηρία και φιλήδονη περιέργεια. Είναι άραγε εύκολο κάτι τέτοιο; Όχι, διότι τα πάθη που φωλιάζουν στην καρδιά μας μάς εξωθούν να βλέπουμε τους άλλους με αμαρτωλή περιέργεια και εμπάθεια. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να παίρνουμε προφυλάξεις. Να μην αφηνόμαστε στο μολυσμό του χυδαίου θεάματος. Να μην πιάνουμε στα χέρια μας έντυπα γεμάτα ρυπαρότητα και πρόκληση. Να μην περιεργαζόμαστε πρόσωπα με αισχρές διαθέσεις. Η πείρα που απέκτησε ο προφήτης Δαβίδ μετά τη φοβερή πτώση του, τον έκανε να απευθύνεται συχνά στο Θεό και να παρακαλεί: «Απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118, 37). Την θερμή αυτή ικεσία ας απευθύνουμε κι εμείς προς τον Κύριο την ώρα που κινδυνεύουμε να αιχμαλωτιστούμε από τα μάτια μας.

Ο εξαγιασμός της οράσεως

ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ μόνο να προφυλάσσουμε τα μάτια μας από όλα εκείνα που μολύνουν την ψυχή και μας αιχμαλωτίζουν στην αμαρτία. Χρειάζεται και να τα εξαγιάζουμε. Η όραση μας όχι μόνο να μη θητεύει στα πάθη, αλλά να συνεργεί και στον εσωτερικό φωτισμό μας. Πως; Με ποιόν τρόπο;
Πρώτον, με τη μελέτη του λόγου του Θεού. Ο λόγος του Θεού είναι το φως και η αλήθεια. Ο άνθρωπος που σκύβει στις αθάνατες σελίδες της Αγίας Γραφής αγιάζει τα μάτια του και φωτίζει τον εσωτερικό του κόσμο. Παύει να βλέπει μόνο φυσικά με τα σωματικά μάτια του κι αρχίζει να βλέπει με μια καινούργια, πνευματική αίσθηση, την όραση της ψυχής του. Τα μάτια μας δεν φωτίζονται πλέον μόνο από το υλικό φως του ήλιου αλλά και με το πνευματικό, που είναι ο Χριστός και η αλήθεια Του. Αυτό παρακαλούσε τον Θεό να του χαρίσεις ο Δαβίδ: «Αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου και κατανοήσω τα θαυμάσια εκ του νόμου σου» (Ψαλμ. 118, 18).
Δεύτερον, η όραση μας εξαγιάζεται από τη θέα της δημιουργίας. Ατενίζοντας ο άνθρωπος τα μεγαλειώδη δημιουργήματα του Θεού χαίρεται, αγιάζει την όραση του και ανάγεται στον Δημιουργό. Με τα μάτια της ψυχής του μπορεί να βλέπει πίσω από την ομορφιά και την αρμονία των κτισμάτων το άπειρο κάλλος και την τελειότητα του Θεού.
Στον αγιασμό των ματιών μας συντελεί και η θέα των ιερών συμβόλων της λατρείας. Ο ναός, ο διάκοσμος του, οι ιερές εικόνες, το κάθε τι. Όλα επιδιώκουν τον εξαγιασμό των αισθήσεων μας. Να μας ανεβάσουν από την γη στον ουρανό. Να μας βοηθήσουν από τα αισθητά να αναχθούμε στα υπεραισθητά.

Οφείλουμε να προσέχουμε

ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ ΜΙΑΝ εποχή στην οποία δεσπόζει ο homo telespectator, ο άνθρωπος τηλεθεατής. Η εικόνα – και μάλιστα η ηλεκτρονική – έχει εισβάλει κυριαρχικά στη ζωή μας. Ο πολιτισμός μας χαρακτηρίζεται ως πολιτισμός του ματιού. Τα μάτια μας καθημερινά βομβαρδίζονται από κάθε λογής εικόνα. Και η πλημμυρίδα αυτή των εικόνων έχει πολλαπλασιάσει τους ηθικούς κινδύνους που διατρέχουμε όλοι, κυρίως όμως τα παιδιά και οι νέοι μας. Δεν είναι υπερβολή αν ισχυριστούμε ότι τα μάτια μας σήμερα τρέφονται από το γυμνό, την ακολασταίνουσα σάρκα και το πολύμορφο έγκλημα. Και όλο αυτό το υλικό της σαπίλας και της διαφθοράς, που στις μέρες μας έγινε το πιο εμπορεύσιμο και κερδοφόρο είδος στην παγκόσμια αγορά, μας σερβίρεται κάτω από το αθώο όνομα της ψυχαγωγίας!
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση ο λόγος του Θεού και η εμπειρία της Εκκλησίας σήμερα μας προειδοποιεί:
Προσοχή στα μάτια σας!
Φυλάξτε τα μάτια σας καθαρά!
Εξαγιάστε την όραση σας!

Τρίτη 24 Μαΐου 2011





«Προσήλθον οι μαθηταί τω Ιησού λέγοντες: τίς άρα μείζων εστίν εν τη βασιλεία των ουρανών; και προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον, έστησεν αυτό εν μέσω αυτών και είπεν: αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. Όστις ουν ταπεινώση εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών» (Μτ. 18, 1-4). Αυτός ο λόγος του Χριστού είναι από τους πιο σπουδαίους στο Ευαγγέλιο.
Οι απόστολοι όμως δεν κατάλαβαν το νόημά του. Ο καθένας τους ήθελε να είναι πρώτος στην Βασιλεία του Θεού. Αλλά ο Κύριος τους είπε, ότι πρώτος θα είναι αυτός που θα ταπεινωθεί σαν το παιδί, σαν αυτό το παιδί που εκείνη την στιγμή ο Κύριος κρατούσε στα γόνατά του. «Αν δεν είστε σαν αυτό το παιδί, δεν θα μπείτε στην Βασιλεία των Ουρανών».
Αυτό είναι άκρως σημαντικό. Ο Κύριος, για να μπει κανείς στην Βασιλεία των Ουρανών, βάζει μία τέτοια προϋπόθεση που κανείς δεν θα περίμενε. Ποιος ποτέ έθεσε, ως παράδειγμα προς μίμηση, ένα μικρό παιδί; Όλοι οι άνθρωποι θέλουν να έχουν, ως παράδειγμα, ανθρώπους μεγάλους, σπουδαίους, διάσημους, ανθρώπους με ισχυρή βούληση. Τέτοιους ανθρώπους θέλουν να μιμούνται και το παράδειγμα τους να ακολουθούν.
Ο Κύριος τα ανατρέπει όλα. Αν ο σκοπός σας είναι τέτοιος, αν θέλετε να μιμείστε τους ανθρώπους που ο κόσμος τους θεωρεί μεγάλους και ένδοξους – αλίμονο σας! Δεν θα μπείτε σε καμία περίπτωση στη Βασιλεία του Θεού.
Θα μπουν στη Βασιλεία των Ουρανών μόνο αυτοί οι οποίοι θα ταπεινωθούν σαν τα μικρά παιδιά. Γιατί τέτοια προϋπόθεση μας βάζει ο Κύριος; Γιατί μας λέει οτι σ’ όλη μας τη ζωή πρέπει να ακολουθούμε αυτό το παράδειγμα, το παράδειγμα του μικρού παιδιού; Πρέπει να καταλάβουμε πόσο μεγάλο νόημα κρύβει ο καταπληκτικός αυτός λόγος του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η καρδιά μας μας λέει, ότι μεγάλη αλήθεια κρύβεται σ’ αυτά τα λόγια.
Όλοι μας αγαπάμε τα μικρά αθώα παιδιά. Αν τα αγαπάμε έτσι αυθόρμητα, σημαίνει ότι πραγματικά αξίζουν την αγάπη μας και πρέπει να έχουμε ως παράδειγμα την αθωότητα τους. Αυτά λοιπόν τα μικρά παιδιά πρέπει να έχουμε μπροστά μας ως παράδειγμα σ’ όλη μας τη ζωή. Ναι, Κύριε μας, δεν το καταλαβαίναμε αλλά τώρα, όταν ακούσαμε τον λόγο σου, η καρδιά μας μας λέει ότι ο λόγος σου αυτός είναι αλήθεια…
Υπάρχει τίποτα πιο καθαρό από τα αθώα μικρά παιδιά, που μέσα τους δεν έχουν ακόμα ξυπνήσει ο εγωισμός, η κενοδοξία και τα άλλα βδεληρά πάθη που σκοτίζουν και αμαυρώνουν την καρδιά του ανθρώπου, όταν μεγαλώνει; Και εμείς πρέπει να κάνουμε τη δική μας καρδιά σαν την καρδιά του μικρού παιδιού. Υπάρχει κάτι στην καρδιά των μικρών παιδιών που θα μπορούσε να μας δημιουργήσει αποστροφή, κάτι ακάθαρτο; Όχι, η καρδιά τους είναι πάντα καθαρή σαν τη σταγόνα της βροχής, είναι γεμάτη αγάπη, πραγματική ακέραια αγάπη. Η μικρή τους καρδιά αγαπάει όλους, τους γονείς, τα άλλα παιδιά με τα οποία παίζουν και γενικά όλους τους ανθρώπους.
Έχω δει πώς τα ρωσόπουλα παίζουν με τα παιδιά των Ουζμπέκων. Πολύ συγκινητικό θέαμα. Δεν υπάρχει μεταξύ τους καμία διαφορά, δεν κάνουν φυλετικές διακρίσεις, όπως κάνουν οι μεγάλοι άνθρωποι.Τέτοια αγάπη που έχουν τα παιδιά, τέτοια καθαρή και γεμάτη αδελφοσύνη κι αγάπη, δεν είναι το καλύτερο παράδειγμα για μας τους μεγάλους; Ο απόστολος Παύλος στο μεγάλο του ύμνο της αγάπης λέει: «Η αγάπη ου ζήλοι, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία» (Α’ Κορ. 13, 4-6).
Έχετε δει πολλούς ανθρώπους να έχουν τέτοια αγάπη, να έχουν μία τόσο καθαρή καρδιά; Ακριβώς τέτοια αγάπη έχουν στην καρδιά τους τα μικρά παιδιά. Η δική τους «αγάπη δεν ζηλοφθονεί». Δεν ζηλεύουν τα μικρά παιδιά το ένα το άλλο. Η δική τους «αγάπη δεν καυχάται». Δεν θεωρούν τα παιδιά τον εαυτό τους ανώτερο από τους άλλους, είναι όλα ταπεινά, δεν έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, δεν περηφανεύονται. Η υπερηφάνεια είναι πάθος διαβολικό και είναι χαρακτηριστικό των μεγάλων ανθρώπων. Τα μικρά παιδιά δεν το γνωρίζουν, δεν έχουν κάτι για το οποίο μπορούν να περηφανεύονται, βλέπουν πως είναι μικρά και αδύναμα και χρειάζονται την προστασία και την φροντίδα των μεγάλων. Δεν έχουν αναπτυγμένη διάνοια – δεν μπορούν να καυχηθούν για τη διάνοιά τους, τα ποδαράκια και τα χεράκια τους δεν έχουν δύναμη. Γι’ αυτό ούτε και για τη σωματική τους δύναμη μπορούν να καυχηθούν.
Η αγάπη δεν κάνει ασχήμιες. Τα παιδιά δεν ασχημονούν και δεν δημιουργούν σκάνδαλα όπως οι μεγάλοι. Η αγάπη τους είναι ήρεμη, ήσυχη και σεμνή, δεν ζητάει τα δικά της. Τα παιδιά δεν ξέρουν τι είναι η Ιδιοκτησία, όλα τα έχουν κοινά. Δεν έχετε δει πώς τα μικρά παιδιά δίνουν το ένα στο άλλο τα παιχνίδια τους. Δεν θεωρούν τίποτα δικό τους, όλα τα έχουν κοινά.
Τα παιδιά δεν περηφανεύονται, δεν υπάρχει τόπος για την υπερηφάνεια στην άκακη καρδιά τους. Η υπερηφάνεια φωλεύει στην καρδιά των μεγάλων ανθρώπων. Είναι για μας σαν το δηλητήριο της κόμπρας με το οποίο εμείς οι ίδιοι δηλητηριάζουμε τον εαυτό μας. Η υπερηφάνεια είναι θανάσιμη αμαρτία και αποτελεί την πνευματική υπόσταση του διαβόλου. Τα πάθη της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας είναι ξένα προς τα παιδιά. Η δική τους αγάπη «δεν χαίρει για το κακό αλλά συγχαίρει στην αλήθεια».
Δεν είναι σαν εμάς που χαιρόμαστε όταν βλέπουμε κακό στους συνανθρώπους μας. Ένα σφάλμα του αδελφού μας το διαλαλούμε σε όλους, γι’ αυτό μας αφήνει ο Θεός. Τα παιδιά δεν το κάνουν αυτό, ο νους και η καρδιά τους είναι γεμάτα εμπιστοσύνη στους γονείς τους, τον πατέρα και τη μητέρα, και σ’ όλους γενικά τους ανθρώπους.
Η πίστη τους δεν βασίζεται στη λογική. Χωρίς να κρίνουν και να συλλογίζονται, δέχονται αυτά που ακούνε από τους γονείς τους. Η καθαρή τους καρδιά ξέρει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό και δέχεται μόνο το καθαρό, και μάλιστα, το δέχεται με εμπιστοσύνη. Πόσοι άνθρωποι σήμερα, χωρίς να διαβάσουν ποτέ την Αγία Γραφή, χωρίς ποτέ να πάρουν στα χέρια τους την Καινή Διαθήκη, ασκούν κριτική πάνω στη θρησκεία και βλασφημούν την χριστιανική μας πίστη.
Δεν έχουμε εμείς οι μεγάλοι άνθρωποι ταπείνωση. Την ταπείνωση και την υπακοή τις έχουμε διώξει από την καρδιά μας. Μόνο στα μοναστήρια, όπου πηγαίνουν οι άνθρωποι που αφιερώνουν τη ζωή τους στον Θεό, εκεί υπάρχει υπακοή. Εκεί η υπακοή θεωρείται η πρώτη και η μεγαλύτερη αρετή, και όλοι οι μοναχοί όταν λαμβάνουν το μοναχικό σχήμα, μπαίνουν υπό την καθοδήγηση ενός εμπείρου στην πνευματική ζωή γέροντα. Και το πρώτο πράγμα που τους μαθαίνει ο γέροντας είναι η υπακοή, να υποτάσσουν δηλαδή το θέλημά τους στο θέλημα του γέροντα.
Και τα μικρά παιδιά μας μαθαίνουν την υπακοή. Ζουν χωρίς να μεριμνάνε και να ανησυχούν για τίποτα, κάτω από τη στέγη των γονέων τους. Αλλά εμείς, ζούμε εμείς χωρίς φροντίδες και μέριμνες; Κατοικούμε κάτω υπό τη στέγη του Ύψιστου; Όχι, είμαστε γεμάτοι φροντίδες, ακολουθούμε το δικό μας δρόμο, δεν θέλουμε να παραδεχτούμε ότι η προστασία μας είναι ο Θεός. Γι’ αυτό δεν έχουμε ησυχία. Δεν έχουμε ειρήνη στην καρδιά μας, γιατί αυτή δεν μας αξίζει.
Όταν τα παιδιά παίζουν, έχουν ισότητα μεταξύ τους. Μεταξύ των μεγάλων ανθρώπων έχετε δει ποτέ την αληθινή ισότητα; Όχι, δεν την έχετε δει, γιατί αυτή δεν υπάρχει! Πέστε μου, ποιος είναι πιο στοργικός, τρυφερός, χαριτωμένος και πράος από τα μικρά παιδιά; Και εμείς, δεν πρέπει να είμαστε σαν τα μικρά παιδιά τρυφεροί, στοργικοί, πράοι και ανοιχτοί στους άλλους;
Δεν πρέπει και εμείς να είμαστε ταπεινοί σαν αυτά; Αν δεν έχουμε μέσα μας πραότητα και ταπείνωση, πως θα μπούμε στην Βασιλεία του Θεού; Τότε η είσοδος για μας θα παραμένει κλειστή. Διότι «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ίακ. 4, 6. Α’ Πετ. 5, 5). Όλα τα καλά, αγνά και αληθινά, που βλέπουμε στα παιδιά, πρέπει να τα μιμούμαστε, αλλά πιο πολύ πρέπει να μιμούμαστε την ταπείνωση τους. Αυτή η ταπείνωση που έχουν τα μικρά παιδιά, αυτή μας ανοίγει το δρόμο προς την Βασιλεία των Ουρανών. Και αν απουσιάζει αυτή και είμαστε υπερήφανοι και αλαζόνες, τότε η είσοδος σ’ αυτή είναι κλειστή για μας.
Ο απόστολος Παύλος στην επιστολή του προς Ρωμαίους γράφει το εξής: «Μη υπερφρονείν παρ’ ό δει φρονείν, αλλά φρονείν εις το σωφρονείν, εκάστω ως ο Θεός εμέρισε μέτρον πίστεως» (Ρωμ. 12, 3). Ο θείος Παύλος το λέει σε όλους εμάς. Βλέπετε ποιο είναι το κριτήριο και πώς πρέπει να φρονούμε για τον εαυτό μας; Σύμφωνα με το μέτρο της πίστεως που δόθηκε στον καθένα από τον Θεό. Αν περηφανευόμαστε για κάποια προσόντα ή ταλέντα που έχουμε, πέφτουμε έξω. Το μόνο αληθινό κριτήριο είναι η πίστη που δόθηκε στον καθένα από τον Θεό και η ταπείνωση που γεννά η αληθινή πίστη. «Μη γίνεσθε φρόνιμοι παρ’ εαυτοίς» (Ρωμ. 12, 16).
Το παράδειγμά μας να είναι Αυτός, που ενώ είναι ο Εξουσιαστής του κόσμου και Αϊδιος Υιός του Θεού, «εταπείνωσεν εαυτόν, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλ. 2, 8).
Ας αποκτήσουμε την ταπείνωση. Η ταπείνωση μας κάνει να είμαστε σαν τα παιδιά. Αν δεν έχουμε ταπείνωση και δεν αρνηθούμε την υπερηφάνεια και τον εγωισμό, αν δεν ταπεινωθούμε και γίνουμε σαν τα παιδιά, δεν θα μπούμε στη Βασιλεία του Θεού. Αν δεν πούμε στον εαυτό μας: «Είσαι γεμάτος πάθη: υπερηφάνεια, ζήλεια, εγωισμό, είσαι ακάθαρτος, όλους τους ζηλεύεις και θεωρείς τον εαυτό σου ανώτερο»• αν δεν λέμε έτσι στον εαυτό μας, σημαίνει ότι δεν κάναμε ούτε ένα βήμα προς την Βασιλεία των Ουρανών. Μόνο τότε, όταν δηλαδή παραδεχόμαστε πως είμαστε τελείως άχρηστοι, μόνο τότε μπαίνουμε στο δρόμο που οδηγεί προς τον Ουρανό.
Υπήρχαν στη μονή της Όπτινα μεγάλοι και θεοφώτιστοι γέροντες. Ένας απ’ αυτούς, ο πατήρ Νεκτάριος, είχε μια φορά συζήτηση μ’ έναν άνθρωπο που είχε μεγάλη Ιδέα για τον εαυτό του. Και του είπε το εξής: «Ξέρεις ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από το τίποτα, από τί-πο-τα», – και έκανε με το χέρι του μία χαρακτηριστική κίνηση. Από τίποτα αλλά τι ομορφιά υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο. Μέχρι να καταλάβεις ότι είσαι ένα τίποτα, μέχρι να το δεχθείς με ταπείνωση, μέχρι τότε δεν θα ενεργήσει μέσα σου η θεία χάρη και δεν θ’ αρχίσει να δημιουργεί μέσα σου κάτι καθαρό, καλό και ωραίο. Μόνο τότε, όταν με ειλικρίνεια θα πεις: «Ω, Κύριε μου, πραγματικά είμαι ένα τίποτα», – μόνο τότε θ’ αρχίσει ο Κύριος να δημιουργεί μέσα σου. Τότε θ’ ανθίσει στην ψυχή σου κάτι το ιερό, αγνό και όμορφο.
Έτσι λοιπόν! Αν δεν ταπεινωθούμε και γίνουμε σαν τα παιδιά, αν δεν αποκτήσουμε τη θεία και μεγάλη αυτή αρετή, που λέγεται ταπείνωση, δεν θα μπορέσουμε να μπούμε στη Βασιλεία του Θεού. Να το θυμόμαστε αυτό. Ας χαράξουμε αυτό το λόγο του Χριστού βαθιά μέσα στην περήφανη καρδιά μας και ας αρχίσουμε το δρόμο της ταπείνωσης. Αμήν.


Από την συλλογή: «Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας,

Λόγοι και ομιλίες που εκφωνήθηκαν στη Συμφερούπολη κατά την περίοδο 1955-1957.» τόμος Γ. Σελ. 74 – 81. Μετάφραση από τα ρωσικά.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Θεσσαλονίκη.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 22 Μαίου 2011.
Ευαγγελιστής Ιωάννης δ΄5-42 Κυριακή Της Σαμαρείτιδος.


Κείμενο:
Έρχεται ουν εις πόλιν της Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ο έδωκεν Ιακώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού· ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ. ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή· ώρα ην ωσεί έκτη. έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. λέγει αυτή ο Ιησούς· δος μοι πιείν. οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πόλιν ίνα τροφάς αγοράσωσι. λέγει ουν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις· πως συ Ιουδαίος ων παρ΄ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις. απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή· ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις εστίν ο λέγων σοι, δος μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων. λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ· πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζων; μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε και οι υιοί αυτού και τα θρέμματα αυτού; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή· πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν· ος δ΄ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον. λέγει προς αυτόν η γυνή· Κύριε, δος μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψώ μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν. λέγει αυτή ο Ιησούς· ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε. απεκρίθη η γυνή και είπεν· ουκ έχω άνδρα. λέγει αυτή ο Ιησούς· καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω· πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθές είρηκας. λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ. οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν· και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν. λέγει αυτή ο Ιησούς· γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί. υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν· ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν. αλλ΄ έρχεται ώρα, και νυν εστίν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία· και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν. λέγει αυτώ η γυνή· οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα. λέγει αυτή ο Ιησούς· εγώ ειμί ο λαλών σοι. και επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει· ουδείς μέντοι είπε, τι ζητείς ή τι λαλείς μετ΄ αυτής; Αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν εις την πόλιν, και λέγει τοις ανθρώποις· δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπε μοι πάντα όσα εποίησα· μήτι ούτος εστίν ο Χριστός; εξήλθον ουν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν. Εν δε τω μεταξύ ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες· ραββί, φάγε. ο δε είπεν αυτοίς· εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ οίδατε. έλεγον ουν οι μαθηταί προς αλλήλους· μήτις ήνεγκεν αυτώ φαγείν; λέγει αυτοίς ο Ιησούς· εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον. ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνος εστί και ο θερισμός έρχεται; ιδού λέγω υμίν, επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε τας χώρας, ότι λευκαί εισί προς θερισμόν ήδη. και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων. εν γαρ τούτω ο λόγος εστίν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων. εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε· άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθατε. Εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών δια τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα. ως ουν ήλθον προς αυτόν οι Σαμαρείται, ηρώτων αυτόν μείναι παρ΄ αυτοίς· και έμεινεν εκεί δύο ημέρας. και πολλώ πλείους επίστευσαν δια τον λόγον αυτού, τη τε γυναικί έλεγον ότι ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν· αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτος εστίν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός.


Μετάφραση:

Έφτασε έτσι με μια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, κοντά στο χωράφι που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Εκεί βρισκόταν το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, κουρασμένος από την πεζοπορία, κάθισε κοντά στο πηγάδι· ήταν γύρω στο μεσημέρι. Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να βγάλει νερό. Ο Ιησούς της λέει: «Δωσ΄ μου να πιώ». Οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη ν΄ αγοράσουν τρόφιμα. Εκείνη του απάντησε: «Εσύ είσαι Ιουδαίος κι εγώ Σαμαρείτισσα. Πως μπορείς να μου ζητάς να σου δώσω νερό να πιεις;» - επειδή οι Ιουδαίοι αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τους Σαμαρείτες. Ο Ιησούς της απάντησε: «Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είν΄ αυτός που σου λέει «δωσ΄ μου να πιώ», τότε εσύ θα του ζητούσες κι εκείνος θα σου έδινε ζωντανό νερό». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, εσύ δεν έχεις ούτε καν κουβά, και το πηγάδι είναι βαθύ· από πού, λοιπόν, το ΄χεις το τρεχούμενο νερό; Αυτό το πηγάδι μας το χάρισε ο προπάτοράς μας ο Ιακώβ· ήπιε απ΄ αυτό ο ίδιος και οι γιοι του και τα ζωντανά του. Μήπως εσύ είσαι ανώτερος απ΄ αυτόν;» Ο Ιησούς της απάντησε: «Όποιος πίνει απ΄ αυτό το νερό θα διψάσει πάλι· όποιος όμως πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δε θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσει θα γίνει μέσα του μια πηγή που θ΄ αναβλύζει νερό ζωής αιώνιας». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, δώσ΄ μου αυτό το νερό για να μη διψάω, κι ούτε να έρχομαι ως εδώ για να το παίρνω». Τότε ο Ιησούς της είπε: «Πήγαινε να φωνάξεις τον άντρα σου κι έλα εδώ». «Δεν έχω άντρα», απάντησε η γυναίκα. Ο Ιησούς της λέει: «Σωστά είπες, δεν έχω άντρα· γιατί πέντε άντρες πήρες κι αυτός που μαζί του τώρα ζεις δεν είναι άντρας σου· αυτό που είπες είναι αλήθεια». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης· οι προπάτορές μας λάτρεψαν το Θεό σ΄ αυτό το βουνό· εσείς όμως λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο τόπος όπου πρέπει κανείς να τον λατρεύει». «Πίστεψέ με, γυναίκα», της λέει τότε ο Ιησούς, «είναι κοντά ο καιρός που δε θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε σ΄ αυτό το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα. Εσείς οι Σαμαρείτες λατρεύετε αυτό που δεν ξέρετε· εμείς όμως λατρεύουμε αυτό που ξέρουμε, γιατί η σωτηρία έρχεται στον κόσμο από τους Ιουδαίους. Είναι όμως κοντά ο καιρός, ήλθε κιόλας, που οι πραγματικοί λατρευτές θα λατρεύσουν τον Πατέρα με τη δύναμη του Πνεύματος, που αποκαλύπτει την αλήθεια γιατί έτσι τους θέλει ο Πατέρας αυτούς που τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα. Κι αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια». Του λέει τότε η γυναίκα: «Ξέρω ότι θα έρθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός· όταν έρθει εκείνος, θα μας τα εξηγήσει όλα». «Εγώ είμαι», της λέει ο Ιησούς, «εγώ, που σου μιλάω αυτή τη στιγμή». Εκείνη την ώρα ήρθαν οι μαθητές του κι απορούσαν που συνομιλούσε με γυναίκα. Βέβαια, κανείς δεν του είπε «τι συζητάς;» ή «γιατί μιλάς μαζί της;» Τότε η γυναίκα άφησε τη στάμνα της, πήγε στην πόλη κι άρχισε να λέει στον κόσμο: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει στη ζωή μου· μήπως αυτός είναι ο Μεσσίας;» Βγήκαν, λοιπόν, από την πόλη κι έρχονταν σ΄ αυτόν. Στο μεταξύ οι μαθητές τον παρακολουθούσαν και του έλεγαν: «Διδάσκαλε, φάε κάτι». Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ έχω να φάω τροφή που εσείς δεν την ξέρετε». Οι μαθητές έλεγαν μεταξύ τους: «Μήπως του ΄φερε κανείς να φάει;» Αλλά ο Ιησούς τους είπε: «Δικιά μου τροφή είναι να εκτελώ το θέλημα εκείνου που με έστειλε, και να φέρω σε πέρας το έργο του. Εσείς συνηθίζετε να λέτε «τέσσερις μήνες ακόμη, κι έφτασε ο θερισμός». Εγώ σας λέω: σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε τα χωράφια. Ασπροκοπούν από τα στάχυα τα ώριμα, έτοιμα κιόλας για το θερισμό. Ο θεριστής αμείβεται για τη δουλειά του και συνάζει καρπό για την αιώνια ζωή, έτσι ώστε μαζί να χαίρονται κι αυτός που σπέρνει κι αυτός που θερίζει. Γιατί εδώ αληθεύει η παροιμία «άλλος είναι που σπέρνει κι άλλος που θερίζει». Εγώ σας έστειλα να θερίσετε καρπό που γι΄ αυτόν εσείς δεν κοπιάσατε· άλλοι μόχθησαν, κι εσείς μπήκατε εκεί να θερίσετε το δικό τους κόπο». Πολλοί από τους Σαμαρείτες εκείνης της πόλης πίστεψαν σ΄ αυτόν, εξαιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας που έλεγε: «Μου είπε όλα όσα έχω κάνει». Όταν λοιπόν οι Σαμαρείτες ήρθαν κοντά του, τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους· κι έμεινε εκεί δύο μέρες. Έτσι, πίστεψαν πολύ περισσότερο ακούγοντας τα λόγια του κι έλεγαν στη γυναίκα: «Η πίστη μας δε στηρίζεται πια στα δικά σου λόγια· γιατί εμείς οι ίδιοι τον έχουμε τώρα ακούσει και ξέρουμε πως πραγματικά αυτός είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός».

Σχόλια:


Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

«Έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί
προσκηνύσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία»

ΣΕ ΚΑΘΕ ΘΡΗΣΚΕΙΑ η λατρεία προσδιορίζει τις σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό. Ο άνθρωπος που πιστεύει, αισθάνεται πηγαία την ανάγκη να λατρεύει το Θεό και να προσεύχεται σ’ Αυτόν. Όσο, μάλιστα, πιο δυνατή είναι η πίστη, τόσο πιο μεγάλη είναι και η ανάγκη για προσευχή. Εξάλλου η πίστη ενός ανθρώπου υποστηρίζεται και ενισχύεται από την πίστη των άλλων. Σ’ αυτό έγκειται η σημασία της λειτουργίας και της κοινής λατρείας του Θεού. Της λατρείας που, σύμφωνα με τη βιβλική αντίληψη, έχει έντονο κοινοτικό χαρακτήρα. Αποτελεί την στάση και την προσφορά του πιστεύοντος λαού προς τον ζώντα και αληθινό Θεό που αποκαλύπτεται μέσα στο χρόνο και την ιστορία.
Στη λατρεία, την προσκύνηση και την κοινή προσευχή που αναπέμπουμε προς τον Θεό, αναφέρεται και ο θαυμαστός διάλογος του Κυρίου με την Σαμαρείτιδα γυναίκα, την κατοπινή αγία και ισαπόστολο Φωτεινή. Ο Ιησούς, παίρνοντας αφορμή από το ερώτημα που του έθεσε η Σαμαρείτιδα για τον ενδεδειγμένο τόπο λατρείας του Θεού, θα προσδιορίσει με ελάχιστες λέξεις την ουσία της λατρείας και τα θεμελιώδη εκείνα γνωρίσματα της, που την καθιστούν γνήσια και ευάρεστη μπροστά στο Θεό. Έτσι κλείνει το κεφάλαιο της αρχαίας λατρείας και στη ζωή των ανθρώπων εισάγεται μια καινούργια λατρεία, πνευματική και αληθινή. «Έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκηνύσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία»

Τι είναι η χριστιανική λατρεία;

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ένωση του ανθρώπου με το Θεό «εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β’ Κορ. 4,6). Είναι το ξεχείλισμα της αγάπης και της ευγνωμοσύνης μας. Ο αίνος των χειλέων και η δοξολογία της καρδιάς μας. Η εναπόθεση της υπάρξεως μας στα χέρια του Θεού, στην πρόνοια, την αγάπη και την πατρική φροντίδα Του.
Κέντρο της χριστιανικής λατρείας είναι η προσφορά της θυσίας του Χριστού για τη σωτηρία μας. «Υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Με τη θυσία του Χριστού τερματίζεται η αρχαία λατρεία του Ισραήλ, που ήταν προορισμένη να εκφράσει και να διασώσει την ταπεινή και ελπιδοφόρα προσδοκία της σωτηρίας. Η σωτηρία, χάρη στη θυσία που ο Ιησούς Χριστός προσέφερε πάνω στο θυσιαστήριο του σταυρού, είναι πλέον πραγματικότητα. Και ο άνθρωπος μπορεί να λάβει τους καρπούς αυτής της θυσίας μετέχοντες στη θεία Ευχαριστία.
Μέσα στο χρόνο, στο παρόν, πραγματώνεται η κοινωνία μας με το Θεό, η οποία μας προετοιμάζει για την αιώνια και πλήρη κοινωνία του ουρανού. Η ευχαριστιακή κοινωνία, το κέντρο της νέας λατρείας και η δίοδος για τη νέα ζωή, είναι η «εικών» και το «σημείον» της ουράνιας κοινωνίας και το μέσο για την επίτευξη της.

Τα βασικά γνωρίσματα της χριστιανικής λατρείας

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ουσιώδη γνωρίσματα της καινούργιας αυτής λατρείας που εισάγει ο Χριστός μας; Πρώτα-πρώτα ότι είναι προσκύνηση και λατρεία «εν πνεύματι». Δικαιούνται και μπορούν να την προσφέρουν μόνο οι αναγεννημένοι «εκ του Πνεύματος» (Ιω, 3,8). Όσοι έλαβαν τη σφραγίδα Του, μετέχουν στη ζωοποιό χάρη Του και ακολουθούν τους νόμους Του. Πνευματική λατρεία είναι εκείνη που δεν εξαρτάται και δεν περιορίζεται σε εξωτερικές ενέργειες και τύπους μόνο, αλλά αναβλύζει από την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Προσφέρεται «δια της ψυχής και της του νου καθαρότητος», όπως ερμηνεύει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Λατρεύω τον Θεό «εν πνεύματι» σημαίνει του αφιερώνω την ύπαρξη μου, τη σκέψη μου, την καρδιά μου, τη θέληση μου. Προσηλώνομαι και ανταποκρίνομαι ολόθυμα στην αγάπη Του. Αναδεικνύω τη ύπαρξη μου θυσιαστήριο και ναό συνεχούς δοξολογίας του θεϊκού μεγαλείου Του. Επιδιώκω συνεχώς να επαναλαμβάνω μυστικά μέσα στην καρδιά μου την κραυγή του αγαπητού Υιού Του «αββά ο πατήρ» (Γαλ.4,6).
Το δεύτερο γνώρισμα της νέας λατρείας που επεσήμανε στην Σαμαρείτιδα ο Κύριος είναι το «εν αληθεία». Προσκύνηση και λατρεία του Πατρός αληθινή. Τι να σημαίνει άραγε αυτός ο προσδιορισμός της χριστιανικής λατρείας; Όχι, βέβαια, ότι προέρχεται από ειλικρινή διάθεση, διότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατό να γίνει και στην αρχαία λατρεία. Με ειλικρινή διάθεση είχε την υποχρέωση να λατρεύει τον Θεό και ο Ιουδαίος και ο Σαμαρείτης. Λατρεία αληθινή σημαίνει πραγματική λατρεία. «Τα πρότερα», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «τύπος ήν, η περιτομή, τα ολοκαυτώματα, τα θύματα, τα θυμιάματα. Νυνί δε ουκέτι, αλλ’ αλήθεια το παν».
Η δυνατότητα να λατρεύουμε αληθινά οι άνθρωποι τον Θεό μας εξασφαλίστηκε με την ενανθρώπηση και τη θυσία του Χριστού. Ο Κύριος μας φανέρωσε το μυστήριο του Τριαδικού Θεού. Μας γνωστοποίησε την Οικονομία Του, το σχέδιο δηλαδή της σωτηρίας μας. Προσέφερε αυτή τη σωτηρία με τη σταυρική θυσία και την ένδοξη Ανάσταση Του. Έτσι ο ένδοξος Χριστός είναι μυστηριωδώς παρών ανάμεσα μας. Μας παρέχει τη δυνατότητα να κοινωνούμε το σώμα και το αίμα Του και να γινόμαστε με τη συμμετοχή μας αυτή όλοι ένα και μόνο σώμα, που δοξάζει τον Πατέρα «εν Χριστώ» δια του Αγίου Πνεύματος. Για τους χριστιανούς που έχουν τη δυνατότητα να λατρεύουν αληθινά το Θεό, σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «Ημείς εσμεν η περιτομή, οι Πνεύματι Θεού λατρεύοντες και καυχώμενοι εν Χριστώ Ιησού…» (Φιλ. 3,3).
Στο σημείο αυτό όμως είμαστε υποχρεωμένοι να αναρωτηθούμε:

Εμείς ανήκουμε στους αληθινούς προσκυνητές;

ΛΑΤΡΕΥΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ «εν πνεύματι και αληθεία»; Δυστυχώς οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο προσευχόμαστε και λατρεύουμε το Θεό συχνά είναι εντελώς εξωτερικός. Τύπος χωρίς ουσία. Πράξη μηχανική. Συνήθεια και όχι προσωπική πνευματική εμπειρία. Ερχόμαστε στο ναό. Μετέχουμε στην κοινή λειτουργία. Αναπέμπουμε προσευχές. Κάνουμε τις προσφορές μας. Όλα αυτά όμως εξωτερικά, συμβατική και τυποποιημένη εκπλήρωση θρησκευτικών καθηκόντων. Χωρίς να αναγεννιέται η ύπαρξη και να μεταμορφώνεται η ψυχή μας. Εδώ ισχύει ο λόγος του Θεού που ακούμε από τον προφήτη Ησαΐα και που αναφέρεται στην εξωτερική και τυποποιημένη λατρεία: «Ο λαός τούτος με πλησιάζει με τα λόγια του στόματος του και με τιμά μόνο με τα χείλη του, ενώ η καρδιά του είναι μακριά από μένα» (29, 13).
Ο Θεός όμως θέλει λατρεία που ν’ αναβλύζει μέσα από την καρδιά μας. Ευαρεστείται στην προσευχή που προέρχεται από τα βάθη της υπάρξεως και η οποία εκφράζει τη θερμή αγάπη και την πλήρη αφοσίωση της ψυχής μας. Αξιώνει να του προσφέρουμε την ίδια την καρδιά μας. Για να γίνει ένοικος της. Και να αναδειχθεί έτσι ο πιο υπέροχος τόπος λατρείας, ο πιο περίλαμπρος ναός, όπου θα λατρεύεται και θα δοξάζεται. Ο ίδιος ο Θεός παραγγέλλει από την εποχή της Π. Δ. ακόμη: «Αγαπάν αυτόν (τον Θεό) και λατρεύειν Κυρίω τω Θεώ σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου…» (Δευ.10,12).
Ο Θεός επιζητεί ακόμη τη θέληση και τον αγώνα μας. Επαναπαύεται όχι στις υλικές προσφορές αλλά στην πιστότητα μας. Στην προσπάθεια που καταβάλλουμε για ν’ ακολουθήσουμε το θέλημα Του και να ζήσουμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο Του. Με το στόμα του προφήτου Ωσηέ μας επισημαίνει: «Έλεον θέλω και ου θυσίαν, και επίγνωσιν Θεού ή ολοκαυτώματα» (6, 6).

* * *
Αδελφοί μου,
Η μεγάλη ελπίδα του σημερινού ανθρώπου, που υποφέρει από μοναξιά και συμπιέζεται κάτω από την κυριαρχία της μηχανής, είναι ένα μεταφυσικό άνοιγμα στη ζωή του. Ο δρόμος της πίστεως. Η χαρά και η ανάπαυση της προσωπικής συναντήσεως με τον Θεό. Στο χώρο της Εκκλησίας. Στο κλίμα της προσευχής. Στην ατμόσφαιρα της θείας λατρείας. Μια λατρεία όμως, που, όπως ο Κύριος μας διδάσκει σήμερα, θα προσφέρουμε πάντοτε στο Θεό «εν πνεύματι και αληθεία».

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011



Ποιες είναι οι δυνατές προσευχές.


«Από τα βάθη της καρδιάς μου φώναξα δυνατά προς εσένα Κύριε, Κύριε άκουσε τη φωνή μου» ( Ψαλμ. 129, 1 ) . Τι σημαίνει «από τα βάθη»; Όχι απλώς με το στόμα ούτε απλώς με τη γλώσσα μου, διότι τα λόγια ξεχύνονται και όταν ακόμη η σκέψη μας πλανιέται˙ αλλά από τα βάθη της καρδιάς, με πολλή φροντίδα και προθυμία, από αυτά τα θεμέλια της διάνοιάς μου. Διότι τέτοιες είναι οι ψυχές εκείνων που ζουν μέσα στις θλίψεις' συγκινούν ολόκληρη την καρδιά, καλώντας τον Θεό με πολλή κατάνυξι˙ και γι’ αυτό βέβαια εισακούονται. Οι προσευχές αυτού του είδους έχουν μεγάλη δύναμι˙ δεν ανατρέπονται, ούτε κλονίζονται, και αν ακόμη επιτεθή με μεγάλη ορμή ο διάβολος. Και όπως ακριβώς ένα ισχυρό δένδρο, που έχει απλωμένη τη ρίζα του βαθειά μέσα στη γη και σφίγγει το χώμα της, αντιστέκεται σε κάθε ορμή των ανέμων, ενώ εκείνο που έχει τις ρίζες του στην επιφάνεια της γης, μόλις φυσήξει ένα μικρό αεράκι κλονίζεται και σωριάζεται στη γη˙ το ίδιο συμβαίνει και με την προσευχή˙ εκείνη που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής και ανεβαίνει από τα κάτω προς τα επάνω, και αν ακόμη εμφανισθούν αμέτρητες σκέψεις, και αν ακόμη ορμήξη ολόκληρη η παράταξι του διαβόλου, παραμένει ακατάπαυστη και αμετάτρεπτη, χωρίς να υποχωρή˙ ενώ εκείνη που βγαίνει από το στόμα και τα χείλη και δεν ανεβαίνει μέσα από τα βάθη της καρδιάς, ούτε στον Θεό μπορεί να ανεβή από την αδιαφορία εκείνου που προσεύχεται. Διότι αυτόν που προσεύχεται με τον τρόπο αυτόν, μόλις συμβή κάποιος χτύπος, τον απέσπασε˙ μόλις γίνη κάποιος θόρυβος, τον απομάκρυνε από την προσευχή˙ και το στόμα ομιλεί, ενώ η καρδιά είναι άδεια και η διάνοια έρημη.


Από το βιβλίο: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ . Τα νεύρα της ψυχής»

Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Αγ. Όρους .

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011







Το Ευαγγέλιο της Κυριακής του Παραλύτου.
15 Μαίου 2011.


Ευαγγελιστής Ιωάννης κεφάλαιο ε΄ 1-15.

Κείμενο:
1 Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. 2 ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. 3 ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. 4 ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. 5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. 6 τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; 7 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. 8 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 9 καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. 10 ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. 11 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 12 ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 13 ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. 14 μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. 15 ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.




Μετάφραση:
Ύστερα απ΄ αυτά, οι Ιουδαίοι είχαν μια γιορτή, κι ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. Κοντά στην προβατική πύλη, στα Ιεροσόλυμα, υπάρχει μια δεξαμενή με πέντε στοές, που εβραϊκά ονομάζεται Βηθεσδά. Σ΄ αυτές τις στοές κείτονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό· γιατί, από καιρό σε καιρό, ένας άγγελος Κυρίου κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε τα νερά· όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο, τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» Ήξερε πως ήταν έτσι για πολύν καιρό. «Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχτούν τα νερά· έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεναίνει στο νερό πριν από μένα.» Ο Ιησούς του λέει: «Σήκω πάνω, πέρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε. Η μέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο. Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στο θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου». Αυτός όμως τους απάντησε: «Εκείνος που μ΄ έκανε καλά, εκείνος μου είπε πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε πάρε το και περπάτα;» Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος εξαιτίας του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί. Αργότερα ο Ιησούς τον βρήκε στο ναό και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά· από΄ δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως κι ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε.



Σχόλια:

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΡΩΣΤΙΑ

«Ίδε υγιής γέγονας. Μηκέτι αμάρτανε!»

Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ κλήρο της ανθρώπινης ζωής, μια συγκλονιστική πραγματικότητα που οι άνθρωποι καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε καθημερινά. Κι αν ακόμα δεν έτυχε να σταθούμε προσωπικά αντιμέτωποι μαζί της, αρκεί μια επίσκεψη μας σ’ ένα νοσοκομείο για να διαπιστώσουμε την τραγική παρουσία της. Ανθρώπινες υπάρξεις καθηλωμένες στα κρεβάτια, κορμιά σκελετωμένα, πρόσωπα χλωμά, μάτια κλαμμένα, βογγητά, κραυγές, θρήνοι, φωνές απόγνωσης, παρακλήσεις για βοήθεια είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το σκηνικό των χώρων, όπου κυριαρχεί παντοδύναμα η αρρώστια.
Μπροστά στο φαινόμενο αυτό της ασθένειας ο άνθρωπος ανέκαθεν στάθηκε με δέος και απορία. Και το ερώτημα που τον απασχόλησε βασανιστικά και εξακολουθεί να τον προβληματίζει επίμονα είναι: Που οφείλεται η αρρώστια; Ποιά είναι τα αίτια προελεύσεως της;
Στο πανανθρώπινο τούτο ερώτημα απάντηση έρχεται να δώσει σήμερα ο Κύριος μας με τη θαυμαστή θεραπεία του παραλυτικού της Βηθεσδά. Ο λόγος που του απηύθυνε, όταν μετά την ίαση του τον συνάντησε στο ναό, αποτελεί το κλειδί, με το οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε τις αιτίες της αρρώστιας. «Ίδε υγιής γέγονας. Μηκέτι αμάρτανε».

Οι αιτίες της αρρώστιας

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ αρρώστιας συχνά σχετίζεται με την αμαρτία. Όπως ο θάνατος και η φθορά αρχή και ρίζα έχει την πτώση και την αποστασία του ανθρώπου, έτσι και η ασθένεια. Στις πιο πολλές περιπτώσεις τα αίτια της είναι ψυχικά και ηθικά. «Τα πλείονα των νοσημάτων εξ αμαρτημάτων εστί ψυχικών», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Την αλήθεια αυτή μας υπογραμμίζει με πολλή έμφαση ο υμνογράφος του Παρακλητικού Κανόνος: «Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή...». Την ίδια εξήγηση δίνει και ο Κύριος για την ασθένεια του Παραλυτικού. Η σύσταση Του «μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται», φανερώνει πως αιτία της πολυχρόνιας παράλυσης του ήταν οι προσωπικές του αμαρτίες.
Εκτός από την αμαρτία η αρρώστια μερικές φορές οφείλεται και στην παιδαγωγούσα αγάπη του Θεού. Επιτρέπει, δηλαδή, ο Θεός να δοκιμαστούμε στο κρεβάτι του πόνου για να φανεί η αρετή και η πιστότητα των εκλεκτών Του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πολύαθλος Ιώβ. Ο Θεός παραχώρησε να δοκιμαστεί για να αποδειχθεί η ακλόνητη πίστη και η μεγάλη υπομονή του.
Πέρα από τις παραπάνω αιτίες, η αρρώστια πολλές φορές μπορεί να έχει αίτια καθαρά φυσικά ή ακόμη την απερισκεψία και την αμέλεια του ανθρώπου να διαφυλάξει το πολύτιμο αγαθό της υγείας. Πόσες και πόσες φορές δεν εκθέτουμε την υγεία μας σ’ ένα πλήθος κινδύνων κι εμείς οι ίδιοι! Και φυσικά αυτή την επιπολαιότητα μας την πληρώνουμε με τίμημα πολύ ακριβό.

Ο Χριστός απέναντι στην αρρώστια

ΠΟΙΑ ΥΠΗΡΞΕ η στάση του Χριστού απέναντι στην αρρώστια; Η ασθένεια είναι από τα μεγάλα δεινά που πλήττουν τον άνθρωπο. όμως ο ασθενής είναι πρόσωπο συμπαθές και ιερό. Γι’ αυτό και ο Κύριος στάθηκε κοντά στους αρρώστους με απέραντη συμπάθεια και στοργή. Υπήρξε ο μεγάλος ιατρός που έσκυψε γεμάτος αγάπη πάνω από τον ανθρώπινο πόνο και χάρισε την ίαση σ’ ένα πλήθος δυστυχισμένων υπάρξεων. Τα περισσότερα από τα θαύματα Του, που μας περιγράφουν οι ιεροί Ευαγγελιστές, απέβλεπαν στην αντιμετώπιση της αρρώστιας και την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου. Όπως μας αναφέρει το βιβλίο των Πράξεων, ο Χριστός «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους κατασυναστευομένους υπό του διαβόλου» (10,38).
Αλλά ο Κύριος δεν περιορίστηκε στην αποκατάσταση της υγείας του σώματος μόνο. Παράλληλα φώτισε και τις βαθύτερες αιτίες της αρρώστιας. Ενέτεξε τον πόνο και την ασθένεια στην οικονομία της σωτηρίας. Και υπογράμμισε ακόμη και με το σταυρικό Του πάθος τον εξαγνιστικό χαρακτήρα της δοκιμασίας. Με τα θαύματα Του σε διαφόρους ασθενείς προσέφερε ταυτόχρονα και τη σωτηρία. Θεράπευε το σώμα, αλλά συνάμα ελευθέρωνε και την ψυχή από το ζυγό των παθών και της αμαρτίας. Τα όσα ενεργούσε φανέρωναν τον ερχομό της Βασιλείας του Θεού και σήμαιναν την απαρχή του θριάμβου Του πάνω στο διάβολο. Έτσι πραγματοποιήθηκε η προφητεία του προφήτου Ησαΐα: «Αυτός (ο Μεσσίας) τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασε» (53,4).
Και η ιατρική επιστήμη; Ίσως αναρωτηθούν μερικοί. Δεν έχει καμιά θέση σε μια χριστιανική αντιμετώπιση της αρρώστιας; Ασφαλώς και έχει. Η διδασκαλία της Αγίας Γραφής όχι μόνο δεν αποκλείει την παρέμβαση της επιστήμης, αλλά αντίθετα την αποδέχεται και την τιμά. Ο Θεός, τονίζει ο σοφός Σειράχ, «έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού» (38,6). Και αλλού: «Τίμα ιατρόν...Και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος» (στιχ. 1). Μόνο που δεν πρέπει να θεοποιούμε την επιστήμη. Αυτό άλλωστε συνιστούν και κορυφαίοι ιατροί. Οι δυνατότητες της ιατρικής επιστήμης παρά τις θεαματικές προόδους της είναι περιορισμένες. Πάνω από την επιστήμη στέκεται ο παντοδύναμος Κύριος, ο μεγάλος ιατρός ψυχών και σωμάτων. Γι’ αυτό πρωτίστως σ΄αυτόν θα πρέπει να καταφεύγουμε με θερμή προσευχή. Το Πνεύμα του Θεού συνιστά: «Τέκνον, εν αρρωστήματι σου...εύξαι Κυρίω και αυτός ιάσεται σε» (Σοφ. Σειρ.38,9).

Πως αντιμετωπίζουμε οι χριστιανοί την αρρώστια;

ΑΝ ΑΙΤΙΑ ΒΑΘΥΤΕΡΗ της αρρώστιας είναι η αμαρτία, τότε η ριζική αντιμετώπιση της βρίσκεται στον Χριστό, τον νικητή του θανάτου και της αμαρτίας. Σ’ Εκείνον που ανέλαβε στους ώμους Του τις ασθένειες μας και βάστασε πάνω Του τις νόσους μας (Ματθ, 8, 17 & Ησαΐας 53, 4) για να θριαμβεύσει πάνω στα δεινά της ανθρωπότητας και να μας χαρίσει το πλήρωμα της αληθινής ζωής και υγείας. Και αν αιτία δικών μας ασθενειών, όχι σπάνια, είναι οι προσωπικές μας αμαρτίες και η άτακτη ζωή μας, τότε η ίαση μας βρίσκεται στην απαλλαγή από τον θανάσιμο εναγκαλισμό της αμαρτίας και των παθών. Το συμπέρασμα αυτό συνάγουμε από τον σημερινό λόγο του Κυρίου μας προς τον θεραπευμένο παραλυτικό: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά. Από δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο»!
Όσο διαρκεί ο σημερινός κόσμος, η ανθρωπότητα θα να υφίσταται τις συνέπειες της αμαρτίας, τον πόνο και την αρρώστια. Όμως ο Χριστός με το Πάθος Του, παίρνοντας πάνω του «τας ασθενείας ημών», τους έδωσε νέο νόημα: όπως κάθε πόνος, έχουν κι αυτές στο εξής λυτρωτική αξία. Μας συνδέουν με τον πάσχοντα Χριστό. Εξαγνίζουν την ύπαρξη μας. Γι’ αυτό και ο χριστιανός στην ώρα ακριβώς που πονά και δοκιμάζεται από την αρρώστια, χαίρεται. Χαίρεται κι ελπίζει και υπομένει, διότι «ανταναπληροί τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη εαυτώ σαρκί...» (Κολ. 1, 24).
Ωστόσο η αρρώστια δεν παύει να είναι μια οδυνηρή περιπέτεια. Μια μεγάλη δοκιμασία. Γι’ αυτό και ως χριστιανοί έχουμε χρέος να στεκόμαστε με αυταπάρνηση κοντά στους αρρώστους αδελφούς μας. Να τους συμπονούμε και να τους υπηρετούμε. Υπηρετώντας τους αρρώστους, υπηρετούμε στον ίδιο τον Ιησού στο πρόσωπο των μελών Του που υποφέρουν. «Ησθένησα, και επεσκέψασθε με» θα τον ακούσουμε να λέει κατά την μέρα της κρίσεως (Ματθ. 25, 36). Ο άρρωστος στον χριστιανικό κόσμο δεν είναι πια ο καταραμένος, από τον οποίο αποστρέφει κανείς το βλέμμα του. Είναι πρόσωπο ιερό, η εικόνα και ο ελάχιστος αδελφός του Ιησού, κοντά στον οποίο οφείλουμε να σταθούμε με απεριόριστη στοργή και αγάπη.
Ο Κύριος ας μας ενδυναμώνει με τη χάρη Του για να μπορούμε να εκπληρώνουμε με προθυμία και χαρά το ιερό τούτο χρέος μας. Αμήν.

Πέμπτη 12 Μαΐου 2011




Το Ευαγγέλιο της Κυριακής του Παραλύτου. Ευαγγελιστής Ιωάννης κεφάλαιο ε΄ 1-15.

Κείμενο:
1 Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. 2 ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. 3 ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. 4 ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. 5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. 6 τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; 7 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. 8 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 9 καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. 10 ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. 11 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 12 ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 13 ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. 14 μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. 15 ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.



Μετάφραση:
Ύστερα απ΄ αυτά, οι Ιουδαίοι είχαν μια γιορτή, κι ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. Κοντά στην προβατική πύλη, στα Ιεροσόλυμα, υπάρχει μια δεξαμενή με πέντε στοές, που εβραϊκά ονομάζεται Βηθεσδά. Σ΄ αυτές τις στοές κείτονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό· γιατί, από καιρό σε καιρό, ένας άγγελος Κυρίου κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε τα νερά· όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο, τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» Ήξερε πως ήταν έτσι για πολύν καιρό. «Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχτούν τα νερά· έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεναίνει στο νερό πριν από μένα.» Ο Ιησούς του λέει: «Σήκω πάνω, πέρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε. Η μέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο. Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στο θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου». Αυτός όμως τους απάντησε: «Εκείνος που μ΄ έκανε καλά, εκείνος μου είπε πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε πάρε το και περπάτα;» Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος εξαιτίας του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί. Αργότερα ο Ιησούς τον βρήκε στο ναό και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά· από΄ δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως κι ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε.



Σχόλια:

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΡΩΣΤΙΑ

«Ίδε υγιής γέγονας. Μηκέτι αμάρτανε!»

Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ κλήρο της ανθρώπινης ζωής, μια συγκλονιστική πραγματικότητα που οι άνθρωποι καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε καθημερινά. Κι αν ακόμα δεν έτυχε να σταθούμε προσωπικά αντιμέτωποι μαζί της, αρκεί μια επίσκεψη μας σ’ ένα νοσοκομείο για να διαπιστώσουμε την τραγική παρουσία της. Ανθρώπινες υπάρξεις καθηλωμένες στα κρεβάτια, κορμιά σκελετωμένα, πρόσωπα χλωμά, μάτια κλαμμένα, βογγητά, κραυγές, θρήνοι, φωνές απόγνωσης, παρακλήσεις για βοήθεια είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το σκηνικό των χώρων, όπου κυριαρχεί παντοδύναμα η αρρώστια.
Μπροστά στο φαινόμενο αυτό της ασθένειας ο άνθρωπος ανέκαθεν στάθηκε με δέος και απορία. Και το ερώτημα που τον απασχόλησε βασανιστικά και εξακολουθεί να τον προβληματίζει επίμονα είναι: Που οφείλεται η αρρώστια; Ποιά είναι τα αίτια προελεύσεως της;
Στο πανανθρώπινο τούτο ερώτημα απάντηση έρχεται να δώσει σήμερα ο Κύριος μας με τη θαυμαστή θεραπεία του παραλυτικού της Βηθεσδά. Ο λόγος που του απηύθυνε, όταν μετά την ίαση του τον συνάντησε στο ναό, αποτελεί το κλειδί, με το οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε τις αιτίες της αρρώστιας. «Ίδε υγιής γέγονας. Μηκέτι αμάρτανε».

Οι αιτίες της αρρώστιας

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ αρρώστιας συχνά σχετίζεται με την αμαρτία. Όπως ο θάνατος και η φθορά αρχή και ρίζα έχει την πτώση και την αποστασία του ανθρώπου, έτσι και η ασθένεια. Στις πιο πολλές περιπτώσεις τα αίτια της είναι ψυχικά και ηθικά. «Τα πλείονα των νοσημάτων εξ αμαρτημάτων εστί ψυχικών», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Την αλήθεια αυτή μας υπογραμμίζει με πολλή έμφαση ο υμνογράφος του Παρακλητικού Κανόνος: «Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή...». Την ίδια εξήγηση δίνει και ο Κύριος για την ασθένεια του Παραλυτικού. Η σύσταση Του «μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται», φανερώνει πως αιτία της πολυχρόνιας παράλυσης του ήταν οι προσωπικές του αμαρτίες.
Εκτός από την αμαρτία η αρρώστια μερικές φορές οφείλεται και στην παιδαγωγούσα αγάπη του Θεού. Επιτρέπει, δηλαδή, ο Θεός να δοκιμαστούμε στο κρεβάτι του πόνου για να φανεί η αρετή και η πιστότητα των εκλεκτών Του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πολύαθλος Ιώβ. Ο Θεός παραχώρησε να δοκιμαστεί για να αποδειχθεί η ακλόνητη πίστη και η μεγάλη υπομονή του.
Πέρα από τις παραπάνω αιτίες, η αρρώστια πολλές φορές μπορεί να έχει αίτια καθαρά φυσικά ή ακόμη την απερισκεψία και την αμέλεια του ανθρώπου να διαφυλάξει το πολύτιμο αγαθό της υγείας. Πόσες και πόσες φορές δεν εκθέτουμε την υγεία μας σ’ ένα πλήθος κινδύνων κι εμείς οι ίδιοι! Και φυσικά αυτή την επιπολαιότητα μας την πληρώνουμε με τίμημα πολύ ακριβό.

Ο Χριστός απέναντι στην αρρώστια

ΠΟΙΑ ΥΠΗΡΞΕ η στάση του Χριστού απέναντι στην αρρώστια; Η ασθένεια είναι από τα μεγάλα δεινά που πλήττουν τον άνθρωπο. όμως ο ασθενής είναι πρόσωπο συμπαθές και ιερό. Γι’ αυτό και ο Κύριος στάθηκε κοντά στους αρρώστους με απέραντη συμπάθεια και στοργή. Υπήρξε ο μεγάλος ιατρός που έσκυψε γεμάτος αγάπη πάνω από τον ανθρώπινο πόνο και χάρισε την ίαση σ’ ένα πλήθος δυστυχισμένων υπάρξεων. Τα περισσότερα από τα θαύματα Του, που μας περιγράφουν οι ιεροί Ευαγγελιστές, απέβλεπαν στην αντιμετώπιση της αρρώστιας και την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου. Όπως μας αναφέρει το βιβλίο των Πράξεων, ο Χριστός «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους κατασυναστευομένους υπό του διαβόλου» (10,38).
Αλλά ο Κύριος δεν περιορίστηκε στην αποκατάσταση της υγείας του σώματος μόνο. Παράλληλα φώτισε και τις βαθύτερες αιτίες της αρρώστιας. Ενέτεξε τον πόνο και την ασθένεια στην οικονομία της σωτηρίας. Και υπογράμμισε ακόμη και με το σταυρικό Του πάθος τον εξαγνιστικό χαρακτήρα της δοκιμασίας. Με τα θαύματα Του σε διαφόρους ασθενείς προσέφερε ταυτόχρονα και τη σωτηρία. Θεράπευε το σώμα, αλλά συνάμα ελευθέρωνε και την ψυχή από το ζυγό των παθών και της αμαρτίας. Τα όσα ενεργούσε φανέρωναν τον ερχομό της Βασιλείας του Θεού και σήμαιναν την απαρχή του θριάμβου Του πάνω στο διάβολο. Έτσι πραγματοποιήθηκε η προφητεία του προφήτου Ησαΐα: «Αυτός (ο Μεσσίας) τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασε» (53,4).
Και η ιατρική επιστήμη; Ίσως αναρωτηθούν μερικοί. Δεν έχει καμιά θέση σε μια χριστιανική αντιμετώπιση της αρρώστιας; Ασφαλώς και έχει. Η διδασκαλία της Αγίας Γραφής όχι μόνο δεν αποκλείει την παρέμβαση της επιστήμης, αλλά αντίθετα την αποδέχεται και την τιμά. Ο Θεός, τονίζει ο σοφός Σειράχ, «έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού» (38,6). Και αλλού: «Τίμα ιατρόν...Και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος» (στιχ. 1). Μόνο που δεν πρέπει να θεοποιούμε την επιστήμη. Αυτό άλλωστε συνιστούν και κορυφαίοι ιατροί. Οι δυνατότητες της ιατρικής επιστήμης παρά τις θεαματικές προόδους της είναι περιορισμένες. Πάνω από την επιστήμη στέκεται ο παντοδύναμος Κύριος, ο μεγάλος ιατρός ψυχών και σωμάτων. Γι’ αυτό πρωτίστως σ΄αυτόν θα πρέπει να καταφεύγουμε με θερμή προσευχή. Το Πνεύμα του Θεού συνιστά: «Τέκνον, εν αρρωστήματι σου...εύξαι Κυρίω και αυτός ιάσεται σε» (Σοφ. Σειρ.38,9).

Πως αντιμετωπίζουμε οι χριστιανοί την αρρώστια;

ΑΝ ΑΙΤΙΑ ΒΑΘΥΤΕΡΗ της αρρώστιας είναι η αμαρτία, τότε η ριζική αντιμετώπιση της βρίσκεται στον Χριστό, τον νικητή του θανάτου και της αμαρτίας. Σ’ Εκείνον που ανέλαβε στους ώμους Του τις ασθένειες μας και βάστασε πάνω Του τις νόσους μας (Ματθ, 8, 17 & Ησαΐας 53, 4) για να θριαμβεύσει πάνω στα δεινά της ανθρωπότητας και να μας χαρίσει το πλήρωμα της αληθινής ζωής και υγείας. Και αν αιτία δικών μας ασθενειών, όχι σπάνια, είναι οι προσωπικές μας αμαρτίες και η άτακτη ζωή μας, τότε η ίαση μας βρίσκεται στην απαλλαγή από τον θανάσιμο εναγκαλισμό της αμαρτίας και των παθών. Το συμπέρασμα αυτό συνάγουμε από τον σημερινό λόγο του Κυρίου μας προς τον θεραπευμένο παραλυτικό: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά. Από δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο»!
Όσο διαρκεί ο σημερινός κόσμος, η ανθρωπότητα θα να υφίσταται τις συνέπειες της αμαρτίας, τον πόνο και την αρρώστια. Όμως ο Χριστός με το Πάθος Του, παίρνοντας πάνω του «τας ασθενείας ημών», τους έδωσε νέο νόημα: όπως κάθε πόνος, έχουν κι αυτές στο εξής λυτρωτική αξία. Μας συνδέουν με τον πάσχοντα Χριστό. Εξαγνίζουν την ύπαρξη μας. Γι’ αυτό και ο χριστιανός στην ώρα ακριβώς που πονά και δοκιμάζεται από την αρρώστια, χαίρεται. Χαίρεται κι ελπίζει και υπομένει, διότι «ανταναπληροί τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη εαυτώ σαρκί...» (Κολ. 1, 24).
Ωστόσο η αρρώστια δεν παύει να είναι μια οδυνηρή περιπέτεια. Μια μεγάλη δοκιμασία. Γι’ αυτό και ως χριστιανοί έχουμε χρέος να στεκόμαστε με αυταπάρνηση κοντά στους αρρώστους αδελφούς μας. Να τους συμπονούμε και να τους υπηρετούμε. Υπηρετώντας τους αρρώστους, υπηρετούμε στον ίδιο τον Ιησού στο πρόσωπο των μελών Του που υποφέρουν. «Ησθένησα, και επεσκέψασθε με» θα τον ακούσουμε να λέει κατά την μέρα της κρίσεως (Ματθ. 25, 36). Ο άρρωστος στον χριστιανικό κόσμο δεν είναι πια ο καταραμένος, από τον οποίο αποστρέφει κανείς το βλέμμα του. Είναι πρόσωπο ιερό, η εικόνα και ο ελάχιστος αδελφός του Ιησού, κοντά στον οποίο οφείλουμε να σταθούμε με απεριόριστη στοργή και αγάπη.
Ο Κύριος ας μας ενδυναμώνει με τη χάρη Του για να μπορούμε να εκπληρώνουμε με προθυμία και χαρά το ιερό τούτο χρέος μας. Αμήν.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων. 08/05/2011
( Ευαγγελιστής Μάρκος κεφ. ιέ' στίχοι 43-47 και κεφ. ιστ' στίχ. 1-8 ).

Κείμενο:
«Τω καιρώ εκείνω ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ός και αυτός ήν προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού. ο δε Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε· και γνούς από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ. Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ό ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται. Και διαγενομένου του σαββάτου Μαρία ή Μαγδαληνή και Μαρία ή του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν. Και λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον ανατείλαντος του ηλίου. Και έλεγον προς εαυτάς· τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου; και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος· ην γαρ μέγας σφόδρα. Και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν. ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον ήγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν. Αλλ' υπάγετε ειπείν τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν. εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν. Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου· είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον. εφοβούντο γαρ».

Μετάφραση:
Εκείνο τον καιρό, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, βουλευτής και άνθρωπος με υπόληψη, που και αυτός περίμενε τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε και παρουσιάστηκε στον Πιλάτο και ζήτησε να πάρει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος θαύμασε ότι απέθανε κιόλας ο Ιησούς, και αφού προσκάλεσε τον αξιωματικό, τον ρώτησε αν είχε πολλή ώρα που πέθανε. Και όταν βεβαιώθηκε από τον αξιωματικό χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ Και ο Ιωσήφ αφού αγόρασε σάβανο και κατέβασε τον Ιησού από το σταυρό, τον τύλιξε στο σάβανο, τον ενταφίασε σ' ένα μνημείο που ήταν σκαμμένο μέσα σε βράχο, και έσυρε μια πέτρα μπροστά στη θύρα του μνημείου. Όταν γίνονταν αυτά, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν και έβλεπαν πού ενταφιάζεται ο Ιησούς. Και όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα για να έλθουν και να αλείψουν τον Ιησού. Και την αυριανή, που ήταν ή πρώτη ημέρα της εβδομάδας, ξεκίνησαν πολύ πρωί και έρχονταν στο μνημείο, και έφτασαν εκεί με την ανατολή του ήλιου. Και έλεγαν μεταξύ τους· Ποιος θα μας κυλίσει την πέτρα από τη θύρα του μνημείου; Και καθώς σήκωσαν τα μάτια τους, είδαν πως ήταν αποκυλισμένη η πέτρα, και ήταν μια πέτρα πολύ μεγάλη. Και όταν μπήκαν στο μνημείο, είδαν ένα λευκοφορεμένο νέο να κάθεται στα δεξιά και από το φόβο τους τα έχασαν. Και ο νέος τους λέγει· μη τα χάνετε από φόβο· το ξέρω πως ζητάτε τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, που τον σταύρωσαν. Αναστήθηκε δεν είναι εδώ· να ο τόπος που τον έβαλαν. Αλλά πηγαίνετε και πέστε στους μαθητές του και μάλιστα στον Πέτρο πως πηγαίνει μπροστά από σας στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε, καθώς σας είπε. Και οι γυναίκες βγήκαν και έφυγαν από το μνημείο κατατρομαγμένες και κατασαστισμένες, και από το φόβο τους δεν είπαν σε κανένα τίποτα.

Σχόλια:

ΤΟΛΜΗΡΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ!

«Τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και
ητήσατο το σώμα του Ιησού»

ΣΕ ΔΥΟ ΟΜΑΔΕΣ προσώπων αφιερώνει η Εκκλησία μας τη σημερινή Κυριακή, τρίτη μετά το Πάσχα. Η πρώτη ομάδα είναι δυο άντρες, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος που πρωτοστάτησαν στην ταφή του Κυρίου. Η δεύτερη, οι μυροφόρες γυναίκες, μαθήτριες αφοσιωμένες του Χριστού, που ήλθαν «λίαν πρωί της μιας σαββάτων επί το μνημείον» για να αλείψουν με μύρα το σώμα του λατρευτού Διδασκάλου και που, πρώτες αυτές, άκουσαν το ευαγγέλιο της Αναστάσεως και είδαν τον αναστημένο Κύριο.
Στα ιερά αυτά πρόσωπα των ανδρών και των γυναικών και στην ηρωική πράξη τους τιμούμε μια μεγάλη αρετή: την τόλμη και το θάρρος. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του ευαγγελιστού Μάρκου για τον Ιωσήφ, ο οποίος όμως ισχύει και για τα άλλα πρόσωπα: «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού».

Τα πρόσωπα που τιμούμε σήμερα

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ιερά αυτά πρόσωπα που τιμούμε σήμερα; Τι γνωρίζουμε για το καθένα ξεχωριστά;
Πρώτος ο Ιωσήφ. Καταγόταν από την Αριμαθαία, μια πόλη της Ιουδαίας που βρισκόταν βορειοδυτικά των Ιεροσολύμων. Ήταν διακεκριμένο πρόσωπο της ιουδαϊκής κοινωνίας. Μέλος του συνεδρίου, πλούσιος και άνθρωπος «αγαθός και δίκαιος» (Λουκ. 23, 50), «προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού» (Μαρκ. 15,43). Είχε χρηματίσει μαθητής του Ιησού, «κεκρυμμένος δια τον φόβον των Ιουδαίων» (Ιω. 9, 38). Στην καταδικαστική απόφαση εναντίον του Κυρίου είχε μειονοψηφίσει. «Ουκ ην συγκατατεθειμένος τη βουλή και τη πράξει αυτών», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ευαγγελιστής Λουκάς (23,51).
Διακεκριμμένη προσωπικότητα ήταν και ο Νικόδημος. Υπήρξε Φαρισαίος, άρχων των Ιουδαίων, διδάσκαλος του Ισραήλ, μέλος του μεγάλου συνεδρίου. Άνδρας πλούσιος, που ασκούσε μεγάλη επιρροή. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας διασώζει μια νυχτερινή συνάντηση του Νικοδήμου με τον Κύριο κι έναν θαυμάσιο διάλογο που διεξήχθη ανάμεσα τους και αναφέρεται στην αναγέννηση του ανθρώπου με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος (Ιω. 3, 1-21). Μπροστά στο Ιουδαϊκό συνέδριο ο Νικόδημος υπερασπίστηκε τον Χριστό και γι' αυτό τον ύβρισαν σαν Γαλιλαίο (Ιω. 7,51-52).
Η δεύτερη ομάδα είναι οι μυροφόρες γυναίκες. Ανάμεσα τους η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, η Σαλώμη, μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννου και σύζυγος του Ζεβεδαίου, η γυναίκα του Χουζά Ιωάννα, οι αδελφές του Λαζάρου Μαρία και Μάρθα και άλλες αφοσιωμένες μαθήτριες. Είχαν ακούσει τα μαθήματα του Κυρίου κατά τη διάρκεια της τριετούς δημοσίας δράσεως Του. Τον διακονούσαν «εκ των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. 8,3). Και οι περισσότερες είχαν ανεβεί από τη Γαλιλαία, ακολουθώντας το Χριστό και συμμεριζόμενες την περιπέτεια και το σταυρικό πάθος Του (Λουκ. 23,49).

Η θαρραλέα πράξη τους

ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ιερά πρόσωπα που τιμούμε σήμερα. Και η πράξη τους; Στους δυο πρώτους άνδρες ανήκει το έργο του ενταφιασμού του σώματος του Κυρίου. Μέσα στην εγκατάλειψη του Ιησού από τους πολλούς και τη σύγχυση και το φόβο που κατέλαβε τους ολίγους, ο Ιωσήφ καθοδηγούμενος από τη συναίσθηση του χρέους προς τον μεγάλο νεκρό θα τολμήσει, αψηφώντας τα πάντα, να παρουσιαστεί στον Πιλάτο και να ζητήσει την άδεια να ενταφιάσει το σώμα του Κυρίου. Και όταν ο Πιλάτος το επιτρέπει, ο Ιωσήφ τρέχει για να αγοράσει καθαρό σινδόνι και αρώματα. Μαζί με τον Νικόδημο αποκαθηλώνουν το σώμα και στη συνέχεια προσφέρουν τις τελευταίες νεκρικές τιμές προς τον αθώο κατάδικο του Γολγοθά.
Το ίδιο έργο θα επιχειρήσουν να συμπληρώσουν την επομένη οι μυροφόρες γυναίκες, καθοδηγούμενες κι αυτές από το χρέος της αγάπης και της τιμής προς τον νεκρό Διδάσκαλο. Υπερνικώντας την έμφυτη γυναικεία δειλία, θα ξεκινήσουν την επομένη της ταφής «όρθρου βαθέος» για τον τάφο του Ιησού προκειμένου να συμπληρώσουν τις ελλείψεις της εσπευσμένης ταφής. Όμως αντί να αλείψουν με μύρα το νεκρό σώμα, αντί να κλάψουν για το νεκρό, έγιναν οι πρώτοι θεατές του κενού τάφου και, πρώτες αυτές, άκουσαν από το στόμα του λευκοφορεμένου αγγέλου το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως. Από μυροφόρες αξιώθηκαν να γίνουν ευαγγελίστριες. Να αναγγείλουν το γεγονός της εκ νεκρών εγέρσεων του Χριστού στους μαθητές και στον κόσμο.

Το θάρρος της ομολογίας και η τόλμη
του χριστιανικού ήθους

ΤΑ ΙΕΡΑ ΑΥΤΑ πρόσωπα και πιο συγκεκριμένα η ηρωική πράξη τους μας κληροδοτεί ένα υψηλό υπόδειγα θάρρους και τόλμης. Μας αποκαλύπτει τη σημασία της μεγάλης αυτής αρετής μέσα στη χριστιανική μας ζωή.
Χρειάζεται θάρρος, πρώτ’ απ’ όλα, για να πιστέψει κανείς. Ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή μας, που η απιστία απειλεί να γίνει της μόδας, που η άρνηση παίρνει και δίνει, που ο υλισμός και ευδαιμονισμός κυριαρχεί στην ζωή των περισσοτέρων ανθρώπων.
Θάρρος και τόλμη χρειάζεται και για να ομολογήσουμε σήμερα τον Χριστό. Να δώσουμε μέσα στη σύγχρονη κοινωνία τη χριστιανική μαρτυρία μας. Όταν, δηλαδή, οι άλλοι τον υβρίζουν και τον βλασφημούν, εμείς να τον υπερασπιστούμε. Όταν τον αρνούνται, εμείς να τον ομολογήσουμε. Όταν τον εγκαταλείπουν εμείς να σταθούμε κοντά Του. Όταν τον σταυρώνουν, εμείς να έχουμε το θάρρος, όπως ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, να τον αποκαθηλώσουμε. Όταν οι πολλοί τον ξεχνούν, εμείς να τρέξουμε, όπως οι μυροφόρες, κοντά Του.
Θάρρος και τόλμη χρειάζεται ακόμη και για να ζήσουμε στην εποχή μας ως αληθινοί χριστιανοί. Να αποδείξουμε εμπράκτως διαμέσου της ζωής μας ότι το Ευαγγέλιο δεν είναι μια θεωρητική υπόθεση αλλά συγκεκριμένη πράξη και αυθεντικός τρόπος υπάρξεως. Να εκφράσουμε, δηλαδή, στη ζωή μας και στον καθημερινό μας αγώνα αυτό που ονομάζουμε χριστιανικό ήθος. Και γιατί άραγε χρειάζεται θάρρος και τόλμη; Για τον απλούστατο λόγο ότι η ζωή της αμαρτίας και της αδικίας είναι ευκολώτερη και γι’ αυτό την ακολουθούν πολλοί. Η αμαρτία σήμερα, σε όλες τις αποχρώσεις της, αποθρασύνθηκε και επαίρεται. Κυκλοφορεί στους δρόμους χωρίς αιδώ, και οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αντί να την αποστρέφονται τη θαυμάζουν και τη χειροκροτούν. Επομένως χρειάζεται θάρρος και δύναμη ψυχής για να πορευθούμε κόντρα στο ρεύμα. Για να παραμείνουμε ακέραιοι και ανυποχώρητοι, προσηλωμένοι στο Ευαγγέλιο Ιησού Χριστού. Για να ζούμε χωρίς ηθικές αβαρίες και ένοχους συμβιβασμούς.

Το αίτημα της εποχής μας: θάρρος και τόλμη!

ΚΑΘΕ ΕΠΟΧΗ έχει τα δικά της γνωρίσματα, κάθε ιστορική στιγμή τις δικές της πνευματικές ανάγκες. Για την εποχή μας δεν θα ήταν υπερβολή αν θα λέγαμε πως χαρακτηρίζεται για την ατολμία και την έλλειψη θάρρους. Η δειλία, ο φόβος, η σκοπιμότητα και το ηθικό ξεπούλημα απειλούν να γίνουν τα μόνιμα πλαίσια ζωής και συμπεριφοράς στην σημερινή κοινωνία.
Έχουμε, λοιπόν, ανάγκη από θάρρος και τόλμη. Αυτό απαιτεί η εποχή μας. Προς την κατεύθυνση αυτή μας παρακινεί το υψηλό παράδειγμα των ιερών ανδρών Ιωσήφ και Νικοδήμου και των αγίων μυροφόρων γυναικών. Να γίνουμε ζωντανοί και θαρραλέοι χριστιανοί. Φλογεροί ομολογητές της πίστεως. Ανυποχώρητοι υπερασπιστές της χριστιανικής αλήθειας. Εκείνοι που με τον λόγο μας και προπάντων με την συνεπή ζωή μας θα καταθέτουμε καθημερινά, όπου είναι ταγμένος ο καθένας μας, τη χριστιανική μαρτυρία. Ο Απόστολος του Χριστού μας διαβεβαιώνει: «Ου γαρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού» (Β’ Τιμ. 1, 7).