Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009


Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 15 Νοεμβρίου, κείμενο-ερμηνεία-σχόλια.


Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη.



Κείμενο:


Και ιδού νομικός τις ανέστη εκπειράζων αυτόν και λέγων· διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; Ο δε είπε προς αυτόν· εν τω νόμω τι γέγραπται; Πως αναγινώσκεις; Ο δε αποκριθείς είπεν· αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως εαυτόν. Είπε δε αυτώ· ορθώς απεκρίθης· τούτο ποίει και ζήση. Ο δε θέλων δικαιούν εαυτόν είπε προς τον Ιησούν· και τις εστί μου πλησίον; Υπολαβών δε ο Ιησούς είπεν· άνθρωπός τις κατέβαινεν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, και λησταίς περιέπεσεν· οι και εκδύσαντες αυτόν και πληγάς επιθέντες απήλθον αφέντες ημιθανή τυγχάνοντα. Κατά συγκυρίαν δε ιερεύς τις κατέβαινεν εν τη οδώ εκείνη, και ιδών αυτόν αντιπαρήλθεν. Ομοίως δε και Λευΐτης γενόμενος κατά τον τόπον, ελθών και ιδών αντιπαρήλθε. Σαμαρείτης δε τις οδεύων ήλθε κατ΄ αυτόν, και ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη, και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον, επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού· και επί την αύριον εξελθών, εκβαλών δύο δηνάρια έδωκε τω πανδοχεί και είπεν αυτώ· επιμελήθητι αυτού, και ο,τι αν προσδαπανήσης, εγώ εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι τις ουν τούτων των τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς; Ο δε είπεν· ο ποιήσας το έλεος μετ΄ αυτού. Είπεν ουν αυτώ ο Ιησούς· πορεύου και συ ποίει ομοίως.


Μετάφραση:


Κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ο νόμος τι γράφει;» Εκείνος απάντησε: «Να αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ΄ όλη την καρδιά σου και μ΄ όλη την ψυχή σου, μ΄ όλη τη δύναμή σου και μ΄ όλο το νου σου· και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς· «αυτό κάνε και θα ζήσεις». Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;» Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Από εκείνο το δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από εκείνο το μέρος· παρ΄ όλο που τον είδε κι αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι΄ αυτόν. Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: φρόντισέ τον, κι ότι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω. Ποιος λοιπόν απ΄ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές;» Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: «Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε». Τότε ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο».


ΚΥΡΙΑΚΗ Η’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 10, 25-37)

Η ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ

«Πορεύου και συ ποίει ομοίως»

Μ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ επισφράγισε ο Κύριος την παραβολή του Καλού σαμαρείτου. Τα’ απηύθυνε στο νομικό που τον πλησίασε για να τον πειράξει ζητώντας να του πει αρχικά τι θα έπρεπε να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή και στη συνέχεια ποιος είναι ο «πλησίον», την αγάπη προς τον οποίο ο Κύριος και ο νόμος του Θεού θεωρεί μια από τις δυο βασικές προϋποθέσεις σωτηρίας του ανθρώπου. «Πήγαινε – του είπε – και κάνε κι εσύ το ίδιο». Όχι ό,τι έκανε ο ιερεύς, που είδε τον δυστυχισμένο Σαμαρείτη πεσμένο κάτω, αιμόφυρτο, πληγωμένο, «ημιθανή τυγχάνοντα», και τον προσπέρασε. Όχι ό,τι έκανε και ο Λευΐτης – εκπρόσωπος και τούτος της τάξεως των αφιερωμένων στην υπηρεσία του Ναού του Θεού -, που τον περιεργάστηκε και συνέχισε τον δρόμο του. Αλλ’ ό,τι έκανε ποιος; Ο Σαμαρείτης. Ένας άγνωστος. Ένας αλλοεθνής. Ένας Σαμαρείτης προς ένα Ιουδαίο, παρά το γεγονός ότι αναμεταξύ τους υπήρχε μίσος και απέχθεια και δεν αντάλλασσαν ούτε απλό χαιρετισμό.
Τι ακριβώς έκανε ο καλός Σαμαρείτης; Είδε τον δυστυχισμένο άνθρωπο πεσμένο στην άκρη του δρόμου. Τον συμπόνεσε. Έσκυψε, έπλυνε τις πληγές, έδεσε τα τραύματα του, τον ανέβασε στο ζώο του, τον μετέφερε στο πανδοχείο, τον φρόντισε. Ακόμη πλήρωσε γι’ αυτόν. Έδωσε εντολή να συνεχίσουν τη φροντίδα. Και διαβεβαίωσε τον ξενοδόχο ότι θα ξαναπερνούσε για να του καταβάλει όσα, ίσως, θα δαπανούσε επιπλέον.
Αν, λοιπόν, ο νομικός ήθελε να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, αν ήθελε να εκπληρώσει την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον του όφειλε να μιμηθεί τον Σαμαρείτη. Να κάνει κι αυτός το ίδιο. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως».
Την ίδια εντολή επαναλαμβάνει σήμερα και σ’ εμάς ο Κύριος. Ως χριστιανοί έχουμε ιερό χρέος να αγαπούμε τον πλησίον μας. Πως όμως; Με ποιο τρόπο; Απάντηση στο ερώτημα μας αυτό δίνει το υψηλό παράδειγμα του καλού Σαμαρείτη, ο τρόπος με τον οποίο έδειξε την αγάπη του προς τον «εμπεσόντα εις τους ληστάς» συνάνθρωπο του.

Η αγάπη μας να εκφράζεται έμπρακτα

Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΑ φιλάνθρωπα αισθήματα μας για τον πλησίον μας δεν πρέπει να περιορίζονται σε λόγια μόνο, σ’ εκφράσεις συμπάθειας και λύπης. Είναι ανάγκη να μεταφράζονται σε πράξεις, σε συγκεκριμένες ενέργειες. Όπως η πίστη έτσι και η αγάπη, αν δεν συνοδεύεται από τα ανάλογα έργα, είναι νεκρή και ανώφελη. Αυτή την έμπρακτη αγάπη, την αγάπη των έργων, μας δείχνει ο καλός Σαμαρείτης. Αυτήν αποζητά και ο πλησίον μας. Ο φτωχός θέλει βοήθεια. Ο πεινασμένος ψωμί. Ο γυμνός ένδυμα. Ο φυλακισμένος την επίσκεψη. Ο άρρωστος να σταθούμε δίπλα του. Ο κατάκοιτος να του συμπαρασταθούμε.
Το χρέος τούτο της έμπρακτης αγάπης υπογραμμίζει ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέγοντας: «Εάν αδελφός ή μια αδελφή δεν έχουν να ντυθούν και να συντηρηθούν και κάποιος από σας τους πει Πηγαίνετε στο καλό, ζεσταθείτε και χορταστείτε, και δεν τους δώσετε τα αναγκαία για το σώμα, ποιο το όφελος; (Ιακ. 2,15-16). Τα λόγια, όσα καλά και αν είναι, δεν ωφελούν όταν ο άλλος έχει ανάγκη από την έμπρακτη αγάπη μας. «Τεκνία», μας συμβουλεύει ο ευαγγελιστής της αγάπης, «μη αγαπώμεν λόγω, μηδέ γλώσση, αλλ’ εν έρω και αληθεία» (Α’ Ιω. 3, 18).

Η αγάπη μας να εκδηλώνεται αμέσως

ΟΣΟ ΠΙΕΣΤΙΚΟΤΕΡΗ είναι η ανάγκη, τόσο ταχύτερη θα πρέπει να είναι και η ανταπόκριση της αγάπης μας. Ο Σαμαρείτης είδε τον πληγωμένο από μακριά. Έτρεξε. Πήγε κοντά του. «Ήλθε κατ’ αυτόν» λέει το Ευαγγέλιο. Κι εμείς έτσι οφείλουμε να εκδηλώνουμε την αγάπη μας. Δεν θα πρέπει να περιμένουμε να έρθει ο πλησίον μας. Να μας εκθέσει την κατάσταση του. Να ταπεινωθεί χτυπώντας την πόρτα μας και περιγράφοντας τις ανάγκες του. Εμείς πρώτοι να τον αναζητήσουμε. Να τον ανακαλύψουμε. Ας μη ξεχνούμε ότι υπάρχουν πληγές που δεν φαίνονται. Ανάγκες που αυτός που τις έχει, διστάζει, ντρέπεται να τις εκθέσει. Φτώχεια και δυστυχία που δεν βγαίνει στους δρόμους να επιδειχθεί. Υπάρχουν φτωχοί και αναξιοπαθούντες συνάνθρωποι μας, που η αξιοπρέπεια τους δεν τους αφήνει να δημοσιοποιήσουν την τραγική κατάσταση τους.
Ο Σαμαρείτης δεν είπε «είμαι βιαστικός. Πρέπει να φτάσω έγκαιρα στον προορισμό μου. Έχω υποθέσεις πολλές να τακτοποιήσω». Ούτε σκέφτηκε να αναθέσει το καθήκον της αγάπης σε κάποιον άλλον. Τίποτε από όλα αυτά δεν πέρασε από το νου του. Μόνο το χρέος του. Γι’ αυτό κατεβαίνει από το ζώο του, έρχεται κοντά στον πονεμένο και παρευθύς αρχίζει το φιλάνθρωπο έργο του.

Η αγάπη μας να είναι αποτελεσματική
Η ΑΓΑΠΗ ΠΡΕΠΕΙ να είναι όσο γίνεται τελειότερη, ολοκληρωμένη. Ο Σαμαρείτης δεν αρκέστηκε να κατεβεί από το ζώο του, να πλύνει τις πληγές και να δέσει τα τραύματα, αλλά τον ανέβασε στο ζώο, τον μετέφερε στο πανδοχείο, πλήρωσε γι’ αυτόν και υποσχέθηκε πως θα ξαναπεράσει.
Κι εμείς δεν φτάνει να δίνουμε κάτι στον φτωχό για να τον «ξεφορτωθούμε», κάτι για τα μάτια. Το ενδιαφέρον μας πρέπει να είναι πηγαίο, έντονο και να εξαντλεί κάθε δυνατότητα μας. Να μεταχειριζόμαστε όσα μέσα έχουμε στη διάθεση μας. Η προσφορά μας να μην είναι μπάλωμα αλλά πραγματική ανακούφιση.

Η αγάπη μας να δραστηριοποιείται αφόβως

ΑΚΟΜΗ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ να εκδηλώνουμε άφοβα την αγάπη μας. Ο Σαμαρείτης γνώριζε την περιοχή. Από την κατάσταση, άλλωστε, που αντίκρυζε καταλάβαινε ότι, ίσως πολύ κοντά, ήταν κρυμμένοι ληστές. Ο τόπος έρημος κι επικίνδυνος. Η νύχτα ερχόταν. Κι ο ίδιος διέτρεχε κίνδυνο. Εν τούτοις δεν τρομάζει. Δεν φοβάται. Τίποτε από όλ’ αυτά δεν τον εμποδίζουν να εκπληρώσει το χρέος του. Να υπακούσει στην επιταγή της συνειδήσεως του. «Φόβος», μας λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιω. 4,18).
Γι’ αυτό κι εμείς ασκώντας το χρέος της αγάπης τίποτε δεν πρέπει να φοβόμαστε. Ούτε τα σχόλια, που εύκολα μερικοί διατυπώνουν πικρόχολα, ούτε τις ειρωνίες ή τις κατηγορίες που όχι σπάνια μερικοί αβασάνιστα εκτοξεύουν. Όποιος αληθινά αγαπά γίνεται δυνατός. Αψηφά τα πάντα. Προχωρεί με οδηγό και βοηθό τον Θεό. «Κραταιά ως θάνατος αγάπη», μας διαβεβαιώνει ο σοφός Σολομών (Ασμ. 8, 6).

Η αγάπη μας να είναι ανιδιοτελής

Η ΑΓΑΠΗ, ΔΙΔΑΣΚΕΙ ο απόστολος Παύλος, «ου ζητεί τα εαυτής» (Α’ Κορ. 13, 5). Βασικό γνώρισμα της γνήσιας αγάπης είναι η ανιδιοτέλεια. Όταν εκφράζουμε την αγάπη μας προς τον πλησίον, τα κίνητρα μας δεν θα πρέπει να είναι εγωιστικά. Όπως ο καλός Σαμαρείτης, έτσι κι εμείς αποβλέπουμε στην ανακούφιση του και δεν υπηρετούμε το ατομικό μας συμφέρον ή οποιαδήποτε άλλη σκοπιμότητα.
Η επίδειξη ή η ματαιοδοξία ακυρώνουν το έργο της αγάπης. Γι’ αυτό σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ενδίδουμε στον πειρασμό να διαφημίζουμε ό,τι κάνουμε, ό,τι προσφέρουμε στο όνομα της αγάπης. Η δημοσιοποίηση αυτή – θορυβώδης προκλητικά, πολλές φορές – ταπεινώνει και πληγώνει τους συνανθρώπους μας που υποφέρουν και τους οποίους – υποτίθεται – επιθυμούμε να ανακουφίσουμε. Και επιπλέον αποδεικνύει πως ό,τι κάνουμε δεν το κάνουμε για να τους βοηθήσουμε, αλλά για το «θεαθήναι τοις ανθρώποις». Έτσι οι πράξεις μας χάνουν την αξία τους. Και δεν δικαιούμαστε να περιμένουμε την ανταμοιβή του Θεού (Ματθ. 6, 1-4).

* * *

Αδελφοί μου,
Ας κατανοήσουμε λίγο βαθύτερα την παραβολή. Ο καλός Σαμαρείτης δεν είναι άλλος από τον Κύριο μας Ιησού. Ήρθε στον κόσμο, έγινε άνθρωπος, δίδαξε και θαυματούργησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε και , τέλος, ίδρυσε την Εκκλησία Του – το μεγάλο τούτο πανδοχείο – από αγάπη και μόνο. Για χάρη μας. Για όλους εμάς τους ανθρώπους που είμασταν πεσμένοι και πληγωμένοι από τους νοητούς ληστές, τους δαίμονες. Εκείνος μας αγάπησε. Έσκυψε πάνω μας. Έπλυνε τις πληγές μας. Έδεσε τα τραύματα μας. Μας οδήγησε στην Εκκλησία Του. Και από κει μας υποδέχεται στην ουράνια Βασιλεία Του.
Αυτή την αγάπη ως θεμελιώδες χρέος ζητά κι από μας. Οφείλουμε να εμπνεόμαστε από Εκείνον. Ν’ ακολουθούμε τα ίχνη Του. Και ν’ αγαπούμε αληθινά τους άλλους, τους συνανθρώπους μας που δεν είναι ξένοι και άγνωστοι, αλλά παιδιά του Θεού, αδελφοί μας.

1 σχόλιο:

Διαβάτης είπε...

Πάτερ Δημήτριε ,

Σας ευχαριστούμε για όσα μας γράφετε .

Έχετέ μας στις προσευχές σας , τις οποίες έχουμε τόσο ανάγκη .

Ευλαβικά,

Αργυρούλα